Στοιβαγμένο σε ακατάλληλους χώρους και αναξιοποίητο παραμένει, εδώ και χρόνια, το πλούσιο υλικό μίας από τις μεγαλύτερες σχολικές βιβλιοθήκες της Ελλάδας, του 1ου Λυκείου Θεσσαλονίκης, που έχει τις «ρίζες» της στις αρχές του 20ού αιώνα και προέρχεται από το ιστορικό Ελληνικό Γυμνάσιο -τη μετέπειτα Οικοκυρική Σχολή- το πρώτο Διδασκαλείο της πόλης και το μοναδικό επί Τουρκοκρατίας, που πρωτολειτούργησε με τη φροντίδα της ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας, πριν από 108 χρόνια.
Τα μητρώα του σχολείου, από το 1884 μέχρι σήμερα, στα οποία περιλαμβάνονται ιδιόχειρες σημειώσεις εκπαιδευτικών -μεταξύ των οποίων και γνωστά ονόματα, όπως οι Δήμιτσας, Παπαγεωργίου, Μυστακίδης, Κοντογιάννης, Δέλλιος- απολυτήρια, ενδεικτικά, βαθμολογίες, προγράμματα σπουδών δεκαετιών, βρίσκονται σκονισμένα και παραμελημένα σε ράφια των γραφείων των καθηγητών του λυόμενου, σήμερα, 1ου Λυκείου, επί της οδού Έντισον 1, απέναντι από το δημαρχείο.
Μαζί μ’ αυτά περίπου 1.000-1.500 τίτλοι νεότερων βιβλίων του 20ού αιώνα, που αποτελούν ένα τμήμα μόνο της διασκορπισμένης πνευματικής περιουσίας του Ελληνικού Γυμνασίου, και περιμένουν να καταγραφούν, να συντηρηθούν και να εκτεθούν σ’ έναν καταλληλότερο χώρο, προς χρήση των μαθητών και κάθε ενδιαφερόμενου.

Κατά καιρούς, άνθρωποι των γραμμάτων, εκπαιδευτικοί και λειτουργοί του σχολείου έχουν ζητήσει -μάταια- την ανασύσταση της ιστορικής βιβλιοθήκης με τη συγκέντρωση των βιβλίων της ή την ψηφιοποίησή τους, προκειμένου να δοθεί στην πόλη της Θεσσαλονίκης ως μουσείο, με αφορμή μάλιστα τη συμπλήρωση, το 2012, των 100 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης.

«Το σχολείο δεν διαθέτει αίθουσες για να καλύψει τις ανάγκες των μαθητών, πόσο μάλλον για τη λειτουργία μίας βιβλιοθήκης αντάξιας του περιεχομένου της και της ιστορίας του σχολείου. Η μεταφορά του σχολείου στο σημερινό λυόμενο, μετά το σεισμό του 1978, ήταν προσωρινή, αλλά τελικά έγινε μόνιμη», δηλώνει ο σημερινός διευθυντής, Γιώργος Χατζηγεωργίου.

«Στη σημερινή βιβλιοθήκη του 1ου Λυκείου, το οποίο προέρχεται από το Ελληνικό Γυμνάσιο, μπορεί κάποιος να βρει, εκτός από αξιόλογα βιβλία, πληροφορίες για την εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη, σε μία περίοδο, στην οποία δινόταν μεγάλη έμφαση στα κλασικά γράμματα», αναφέρει η καθηγήτρια Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, που εξέδωσε μελέτη για τη βιβλιοθήκη του Ελληνικού Γυμνασίου.

Όπως εξηγεί, από την ίδρυσή του, το Ελληνικό Γυμνάσιο εποπτεύονταν από τη Μητρόπολη, η οποία δώρισε στο Διδασκαλείο περί τους 300 βυζαντινούς και μεταβυζανιτνούς χειρόγραφους κώδικες, εκκλησιαστικού και φιλολογικού περιεχομένου. Οι 190 από αυτούς, μαζί με μεγάλο αριθμό βυζαντινών εικόνων, φυλάσσονται, σήμερα, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, ενώ οι υπόλοιποι αγνοούνται. Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Γυμνασίου άρχισε να οργανώνεται από το 1901, και σ’ αυτήν περιλαμβάνονταν βιβλία από τον 15ο αιώνα, όπως διατριβές των Κορυδαλαία και Βούλγαρη, πάνω σε αρχαία κείμενα των Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη και άλλων φιλοσόφων, αλλά και πιο σύγχρονες, αξιόλογες, πολύτομες σειρές.

Το 1918, το Ελληνικό Γυμνάσιο χωρίστηκε σε Α’ και Β’ και μεταφέρθηκε σε νεοκλασικό επί της Βασ. Γεωργίου, ως 1ο Γυμνάσιο πλέον, ενώ μετά το σεισμό του 1978, εγκαταστάθηκε «προσωρινά» στο λυόμενο επί της οδού Έντισον, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα ως 1ο Λύκειο. Οι συνεχείς μεταφορές του και η έλλειψη χώρου οδήγησαν στον κατακερματισμό της βιβλιοθήκης. Σπάνιοι τίτλοι 600 βιβλίων του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα βρίσκονται στην κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.

Η ιστορία του «Ελληνικού Γυμνασίου» Θεσσαλονίκης

Από το πλούσιο αρχείο της βιβλιοθήκης, μαθητές του 13ου Γυμνασίου Θεσσαλονίκης, υπό την επίβλεψη των καθηγητριών τους Μαρίας Τσακίρη και Λαμπρινής Παπαπέτρου, ανέσυραν, στο πλαίσιο εργασίας τους για την ιστορία του Διδακτηρίου, μνήμες αποφοίτων του.

Σε απολυτήριο που εκδόθηκε από το Ελληνικό Γυμνάσιο το 1907, διαβάζουμε τα μαθήματα που διδάσκονταν τότε: Ιερά (θρησκευτικά), Ελληνικά, Λατινικά, Γαλλικά, Τουρκικά, Μαθηματικά, Φυσικά, Φιλοσοφικά και Ιστορία. Το απολυτήριο ήταν του μαθητή Ιωάννη Οικονόμου, ο οποίος αρίστευσε με βαθμό 9 και 36/55, που τον καθιστούσε «άξιον της εις το πανεπιστήμιον φοιτήσεως». Ποιος ξέρει, όμως, τι ασήμαντη -στις μέρες μας- αταξία θα έκανε, δίνοντάς του τη διαγωγή «πολύ καλή», αντί για «άριστη», με βαθμό 9.

Σε ενδεικτικό της Β’ Γυμνασίου, με ημερομηνία 24 Ιουνίου 1909, στο όνομα του Βασιλειάδη Ν. Γεωργίου από τη Θάσο, διαπιστώνεται ότι διδάσκονταν 11 μαθήματα, υπάρχει βαθμολογία και διαγωγή, καθώς και μία σημείωση που αναφέρει ότι «ουδείς μαθητής γίνεται δεκτός προς ανανέωσιν της εγγραφής του κατά το νέον σχολικόν έτος, αν δεν παρουσιάσει τον πατέρα ή κηδεμόνα του».

Σύμφωνα με τις καθηγήτριες, το Ελληνικό Γυμνάσιο κατασκευάστηκε έπειτα από πολλές δυσκολίες και δυσμενείς ιστορικές συγκυρίες για την Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Θεσσαλονίκης και καθιερώθηκε ως εκπαιδευτικό κέντρο ολόκληρης της Μακεδονίας.

«Το σχολείο κατείχε κυρίαρχη θέση στην πολυεθνική κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η εκπαίδευση ήταν ένα από τα ισχυρότερα στοιχεία συσπείρωσης των Ελλήνων», αναφέρουν.

Το 1882 κιόλας, υπήρχαν στην πόλη δέκα ελληνικά σχολεία, στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης, με 44 εκπαιδευτικούς και συνολικά 2.200 μαθητές. Όπως προκύπτει από επίσημη στατιστική, το 1908 λειτουργούσαν 32 ελληνικά εκπαιδευτήρια και 64 ακόμη σχολεία άλλων εθνοτήτων -26 τουρκικά, 8 εβραϊκά, 7 γαλλικά, 6 ιταλικά, 6 βουλγαρικά, 4 σερβικά, 2 γερμανικά, 2 ρουμανικά, ένα αγγλικό παρθεναγωγείο, 1 αρμενικό και η Αμερικάνικη Γεωργική Σχολή. Η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα εξέλεγε μεταξύ των μελών της εξαμελή επιτροπή, την Εφορεία των Σχολείων, η οποία αναλάμβανε την πρόσληψη διδασκάλων, μεριμνούσε για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των σχολείων, είχε την ευθύνη της διοίκησης και εποπτείας τους και ενέκρινε τα διδακτικά βιβλία, που επιλέγονταν από το διευθυντή και τους διδάσκοντες των σχολείων. Στο έργο αυτό υπήρχε στήριξη από Συλλόγους, Σωματεία και απλούς ιδιώτες, που προσέφεραν πολύτιμο εποπτικό υλικό ή συνεισέφεραν με χρηματικές δωρεές και χορηγίες υποτροφιών.

Κατά το σχολικό έτος 1909-1910, στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν 7 Νηπιαγωγεία, 5 Αστικές Σχολές, το Ελληνικό Γυμνάσιο Αρρένων, το Κεντρικό Παρθεναγωγείον, 2 Υποδιδασκαλεία με οικοτροφείο, το Μαράσλειο Εμπορικό Λύκειο του Νούκα, η Εμπορική και Πρακτική Σχολή Αθ. Κωνσταντινίδη, η Νυκτερινή Σχολή του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου και το Ορφανοτροφείο Παπάφη (Αρρένων) «Μελιτεύς».

Φοιτούν 3.150 μαθητές και μαθήτριες, 502 νήπια και υπηρετούν 113 εκπαιδευτικοί. Κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά σχολεία επιτάσσονται και στεγάζονται σ’ αυτά νοσοκομεία. Μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1917, τα σχολεία χρησιμοποιούνται ως καταλύματα αστέγων.

Το Σεπτέμβριο του 1922, τα σχολεία επιτάσσονται και πάλι για να στεγάσουν τον ξεριζωμένο μικρασιατικό Ελληνισμό. Την εποχή εκείνη, ο χώρος της εκπαίδευσης ταλανιζόταν από τις επιτάξεις, την επιστράτευση των εκπαιδευτικών αλλά και μαθητών, που κινδύνευαν να χάσουν τη χρονιά τους.

Παρ’ όλες τις αντιξοότητες, η Παιδεία θεωρείτο εθνική υπόθεση και ύψιστο αγαθό, και η μόρφωση αναγορευόταν σε τεκμήριο κοινωνικής αποδοχής. Οι γονείς περιέβαλαν το σχολείο με αγάπη και οι εκπαιδευτικοί προσπαθούσαν να ανταποκριθούν με συνέπεια στο δύσκολο έργο τους.

Η ιστορία του Ελληνικού Γυμνασίου ξεκινά από το 1858, όταν λειτούργησε η «Σχολή της Μητροπόλεως», αρχικά με τέσσερις τάξεις και λίγο αργότερα με έξι. Το 1873, αναγνωρίστηκε ως ισότιμη με τα Γυμνάσια της ελεύθερης Ελλάδας και πήρε το όνομα «Ελληνικόν Γυμνάσιον» Θεσσαλονίκης. Από την πυρκαγιά του 1890 και έπειτα, έγιναν προσπάθειες για την εξεύρεση οικοπέδου που θα στέγαζε ένα μόνιμο οίκημα για το «Ελληνικόν Γυμνάσιον».

Έπειτα από πολλές ενέργειες και διεργασίες, αγοράστηκε οικόπεδο έκτασης 2.667 τετραγωνικών πήχεων, που στοίχισε, μαζί με τα συμβόλαια, 1.326,97 οθωμανικές λίρες. Τα χρήματα αυτά, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους καλύφθηκαν από τη δωρεά του Ανδρέα Συγγρού και τα υπόλοιπα από το ταμείο της Εφορίας των Σχολείων της Κοινότητας.

Όταν ξεπεράστηκαν τα προβλήματα καθυστέρησης «φιρμανιού» από τις τουρκικές αρχές, δηλαδή της άδειας ανέγερσης του κτιρίου, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος, το Σεπτέμβριο του 1892. Οι εργασίες ξεκίνησαν με γοργούς ρυθμούς, υπό την εποπτεία του αρχιτέκτονα Κ. Κοκκινάκη και ολοκληρώθηκαν σε ένα χρόνο.

Από την παράδοση του κτιρίου μέχρι σήμερα, το διδακτήριο κοσμεί το κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην Εγνατία οδό, αρ. 346, τότε που κτίσθηκε, και 132 σήμερα. Το 1913-’14, οι μαθητές του φτάνουν τους 231, οπότε κρίνεται επιβεβλημένη η διχοτόμησή του, στο Α’ και Β’ Γυμνάσιο Αρρένων. Το 1918, το Α’ Γυμνάσιο θα μεταφερθεί σε άλλο κτίριο. Από το 1917 έως το 1922 έγιναν συνεχείς επιτάξεις και μεταφέρθηκαν στο Διδακτήριο οι πυρόπληκτοι και πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.

Το Β’ Γυμνάσιο παρέμεινε στο διδακτήριο της Εγνατίας μέχρι το 1933, οπότε και μετακόμισε σε νεόδμητο διδακτήριο. Για το χρονικό διάστημα από το 1934 έως το 1939 δεν υπάρχουν στοιχεία που να προσδιορίζουν τη χρήση του κτιρίου, ενώ το 1939, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία ίδρυσε και στέγασε την «Οικοκυρική Επαγγελματική Σχολή», που φιλοξενήθηκε εκεί για περίπου 40 χρόνια.

Στα τέλη του 1967, για έναν ή δύο μήνες, ταυτόχρονα με την Οικοκυρική Σχολή, το κτίριο φιλοξένησε και το Στ’ Λύκειο Θηλέων Θεσσαλονίκης. Από μαρτυρίες μαθητριών του, το κτίριο ήταν πανέμορφο, αρχοντικό με φαρδοσάνιδα δάπεδα, ξύλινη σκάλα και φαρδιά κουπαστή και σκούρες καφέ, ξύλινες επιφάνειες. Μετά την αποχώρηση της Οικοκυρικής Σχολής, στο διδακτήριο λειτούργησε παράρτημα του Ε’ Γυμνασίου Θηλέων Θεσσαλονίκης.

Από το 1976 μέχρι και το 1978, στεγάστηκε στο κτίριο το Οικονομικό Γυμνάσιο Αρρένων και Θηλέων και παράλληλα τα νεοϊδρυθέντα Γυμνάσια ΙΓ’ Θηλέων και ΙΔ’ Αρρένων. Με το σεισμό του 1978, το διδακτήριο εγκαταλείφθηκε, μέχρι το 1983, οπότε ξεκίνησε η αποκατάσταση των ζημιών και ύστερα από δύο χρόνια μεταφέρθηκε στο διατηρητέο πλέον σχολείο, το 25ο Γυμνάσιο. Από το 2002 έως και σήμερα, στεγάζεται σ’ αυτό το 13ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, ύστερα από τη συγχώνευσή του με το 25ο Γυμνάσιο.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ