Νέα Υόρκη: Οι μεσήλικες και οι ηλικιωμένοι που ζουν κοντά σε δρόμους με μεγάλη κίνηση οχημάτων μπορεί να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή νόσο, αλλά οι πιθανότητες μειώνονται αν μετακομίσουν σε μια λιγότερο κεντρική γειτονιά.

Όπως αναφέρεται στο επιστημονικό έντυπο Epidemiology, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά εξηγούν ότι «η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση από τα οχήματα είναι αιτία επιπλέον θανάτων από καρδιακή νόσο. Αλλά έρχεται να προσθέσει νέα στοιχεία που σχετίζουν τους ρύπους των αυτοκινήτων με τον κίνδυνο θανάτου από καρδιακά προβλήματα».

Τον περασμένο Μάιο η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία είχε δημοσιεύσει έρευνα που έδειχνε ότι τα στοιχεία ενισχύουν ουσιαστικά την άποψη ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση των οχημάτων, των βιομηχανιών και των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας είναι παράγοντες κινδύνου για έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο και θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια.

Κυρίως ευθύνονται τα αιωρούμενα μικροσωματίδια, που παράγονται από την καύση της βενζίνης και άλλων ορυκτών καυσίμων.

Η Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία συστήνει στα άτομα με εδραιωμένη καρδιακή νόσο και άλλους κινδύνους (περιλαμβανομένων των ηλικιωμένων και των ατόμων με παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση καρδιακής νόσου, όπως ο διαβήτης και η υπέρταση) να περιορίζουν την έκθεσή τους στους αυτοκινητοδρόμους και να μειώνουν τον χρόνο εκτός σπιτιού τις ημέρες με κακή ποιότητα του αέρα.

Οι Καναδοί ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 450.000 κατοίκους της περιοχής του Βανκούβερ, 45-85 ετών.

Διαπίστωσαν ότι σε διάστημα εννέα ετών, οι κάτοικοι που ζούσαν διαρκώς σε απόσταση 150 μέτρων από αυτοκινητόδρομο ή εντός 50 μέτρων από κεντρικό δρόμο ήταν πιθανότερο να πεθάνουν από καρδιακή νόσο, συγκριτικά με όσους έμεναν πιο μακριά από δρόμους με μεγάλη κίνηση.

Επίσης παρατήρησαν δύο νέα στοιχεία στην σχέση κίνησης και θανάτων από καρδιακή νόσο. Ο κίνδυνος θανάτου από καρδιακή νόσο μειωνόταν για τους κατοίκους που είχαν μετακομίσει μακριά τους κεντρικούς οδικούς άξονες, ενώ αυξανόταν για όσους είχαν μετακομίσει πιο κοντά.

Το δείγμα αποτελούνταν από άτομα χωρίς γνωστή καρδιακή νόσο στην αρχή. Σχεδόν 53.000 ζούσαν μόνιμα εντός 150 μέτρων από αυτοκινητόδρομο ή 50 μέτρα από κεντρικό δρόμο.

Εξ αυτών, 607 (1%) πέθαναν από καρδιακό νόσημα κατά τη διάρκεια της μελέτης, συγκριτικά με το 0,7% των 328.000 που έμεναν μακριά από την κίνηση των οχημάτων.

Οι επιστήμονες συνυπολόγισαν διάφορους παράγοντες που μπορεί να εξηγούν την σχέση διαβίωσης κοντά σε αυτοκινητόδρομο και υψηλότερου κινδύνου θανάτου από καρδιακή νόσο, περιλαμβανομένης της ηλικίας, του εισοδηματικού επιπέδου της γειτονιάς και των διαγνώσεων διαβήτη ή μείζονος πνευμονικής νόσου.

Η ζωή δίπλα σε αυτοκινητόδρομο ή κεντρική οδική αρτηρία σχετιζόταν με 29% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή νόσο. Μεταξύ των ατόμων που είτε είχαν μετακομίσει πιο μακριά ή πιο κοντά σε κεντρικό δρόμο, ο κίνδυνος θανάτου ήταν αυξημένος, αλλά χαμηλότερος απ’ αυτόν των μόνιμων κατοίκων των πολυσύχναστων δρόμων.

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν και στοιχεία ατμοσφαιρικής ρύπανσης για να αποδείξουν ότι όσοι ζουν κοντά σε αυτοκινητοδρόμους και κεντρικές οδικές αρτηρίες είναι εκτεθειμένοι σε υψηλότερα επίπεδα αιωρούμενων μικροσωματιδίων, νιτρικού οξειδίου και άλλων σχετικών ρύπων.

Η μελέτη πάντως δεν αποδεικνύει ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ο λόγος αύξησης των κινδύνων. Ο θόρυβος από την κίνηση των οχημάτων για παράδειγμα, παίζει ρόλο. Επίσης δεν προέκυψαν πληροφορίες για βασικούς παράγοντες κινδύνου της καρδιακής νόσου, όπως το κάπνισμα και το βάρος.

health.in.gr