Ο θηλασμός παρέχει καρδιαγγειακά οφέλη τις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες

Αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Obstetrics and Gynecology δείχνει ότι όταν οι γυναίκες θηλάζουν τα παιδιά τους για έναν χρόνο, προκύπτουν οφέλη υγείας τόσο για την μητέρα όσο για το βρέφος.

Η αυξημένη διάρκεια του θηλασμού μπορεί να μειώσει τον μητρικό κίνδυνο υπέρτασης, διαβήτη, υπερλιπιδαιμίας και καρδιαγγειακής νόσου μετά την εμμηνόπαυση.

Η Δρ Ελέανορ Μπιλμα Σβαρτζ και οι συνεργάτες της στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ μελέτησαν στοιχεία από την έρευνα Womens Health Initiative, στην οποία συμμετείχαν γενικά υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 50-79 ετών, από το 1994 και έπειτα. Σχεδόν 140.000 γυναίκες είχαν τουλάχιστον μια ζώσα γέννα και γνωστό ιστορικό θηλασμού.

Η επίδραση του θηλασμού στους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου φάνηκε να είναι δοσο-εξαρτώμενη, ακόμη και μετά τον συνυπολογισμό κοινωνικο-δημογραφικών και παραγόντων του τρόπου ζωής, του οικογενειακού ιστορικού και του Δείκτη Μάζας Σώματος.

Για παράδειγμα, οι γυναίκες με ιστορικό περισσότερων από 12 μηνών θηλασμού είχαν σημαντικά χαμηλότερες πιθανότητες συγκριτικά με γυναίκες που δεν είχαν θηλάσει ποτέ να έχουν υπέρταση, διαβήτη, υπερλιπιδαιμία και καρδιαγγειακή νόσο.

Ωστόσο, τα καρδιαγγειακά οφέλη έτειναν να φθίνουν με την ηλικία. Για παράδειγμα, οι γυναίκες 50-59 ετών είχαν αναλογία κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο από 0.84 μέχρι 0.75 καθώς η διάρκεια του θηλασμού αυξανόταν από τους επτά μήνες στα δύο χρόνια ή και περισσότερο.

Απ την άλλη οι γυναίκες που διένυαν την έβδομη δεκαετία της ζωής τους ήταν προστατευμένες μόνο αν η διάρκεια του θηλασμού ήταν μεταξύ 13 και 23 μηνών. Οι γυναίκες άνω των 70 ετών διατηρούσαν την καρδιαγγειακή προστασία τους ανεξαρτήτως διάρκειας του θηλασμού.

Ο θηλασμός δε μειώνει απλά τις αποθήκες λίπους της γυναίκες, καθώς οι επιδράσεις του στο προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου μπορεί να αποδοθούν στις ορμονικές του θηλασμού.

Πηγή: health.in.gr