Νέα Υόρκη: Τα νεογνά των μητέρων που έχουν πάρει συμπληρώματα φυλλικού οξέος κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης φαίνεται ότι έχουν ελαφρώς υψηλότερη συχνότητα συριγμού και λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού τους πρώτους 18 μήνες της ζωής τους, σύμφωνα με νορβηγική έρευνα που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Archives of Disease in Childhood.

Επειδή τα ευρήματα είναι προκαταρκτικά, οι γυναίκες δεν θα πρέπει να πανικοβληθούν και θα πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίζουν να λαμβάνουν κανονικά τα συμπληρώματα φυλλικού οξέος, επισημαίνει η Δρ Σίρι Χαμπεργκ από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας στο Όσλο.

Οι γυναίκες συμβουλεύονται να αυξήσουν την πρόσληψη φυλλικού οξέος κατά τη διάρκεια των αναπαραγωγικών ετών της ζωής τους ώστε να μειώσουν τον κίνδυνο συγγενών δυσπλασιών για τους απογόνους τους. Ωστόσο, μελέτες που έγιναν σε ποντίκια έδειξαν ότι το φυλλικό οξύ αυξάνει την γονιδιακή δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και προκαλεί γενετικά πρότυπα αλλεργικού άσθματος στους απογόνους.

Η ερευνήτρια και οι συνεργάτες της ανέλυσαν δεδομένα από το Νορβηγικό Αρχείο Μητέρας και Παιδιού, συμπεριλαμβάνοντας στοιχεία για 32.077 παιδιά που είχαν γεννηθεί την περίοδο 2000-2005.

Σύμφωνα με τις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια, το 22,3% των μητέρων είχε κάνει χρήση συμπληρώματος φυλλικού οξέος στο πρώτο τρίμηνο της κύησης μόνο και το 42,6% είχε χρησιμοποιήσει τα συμπληρώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Μετά από τον συνυπολογισμό της έκθεσης στο φυλλικό οξύ στα όψιμα στάδια της κύησης και της βρεφικής ηλικίας, ο σχετικός κίνδυνος για συριγμό ήταν αυξημένος μόνο κατά 6% στα παιδιά έως και 18 μηνών που είχαν εκτεθεί στο φυλλικό οξύ στο πρώτο τρίμηνο της εμβρυϊκής ηλικίας τους.

Ο αντίστοιχος σχετικός κίνδυνος για τις λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού και για τη νοσηλεία εξαιτίας αυτών ήταν 9% και 24% αντίστοιχα.

Όπως επισημαίνει η ερευνήτρια «ο ρόλος του φυλλικού οξέος στην πρόληψη των συγγενών δυσπλασιών είναι καλά εδραιωμένος, ενώ τα στοιχεία που δείχνουν σχέση με τα αναπνευστικά νοσήματα στην πρώιμη παιδική ηλικία είναι τα πρώτα και θα πρέπει να επανεξετάσουμε τα δεδομένα».

health.in.gr