Ορλάντο: Οι έγκυες που κυοφορούν θήλυ έμβρυο είναι περισσότερο πιθανό να βιώσουν εντονότερα συμπτώματα άσθματος εν συγκρίσει με εκείνες που κυοφορούν άρρεν, σύμφωνα με ανακοίνωση που έγινε στο διεθνές συνέδριο της Αμερικανικής Εταιρίας Νοσημάτων Θώρακος.

Ο Δρ Πήτερ Γκίμπσον του Τμήματος Αναπνευστικής Ιατρικής και Ύπνου του Ιατρικού Ερευνητικού Ινστιτούτου Χάντερ στο Νοσοκομείο Τζον Χάντερ του Νιουκάστλ της Αυστραλίας, εικάζει πως το φαινόμενο είναι πιθανόν να οφείλεται στην παραγωγή μιας ουσίας από το θήλυ έμβρυο, ως αντίδραση στη φλεγμονή της μητέρας, η οποία τελικά επιδεινώνει τα συμπτώματα της νόσου.

Στο πλαίσιο της μελέτης, έθεσε υπό ιατρική παρακολούθηση 151 εγκύους, εκ των οποίων οι 33 είχαν άσθμα, οι 38 έπασχαν από το νόσημα αλλά δεν έκαναν χρήση εισπνεόμενων στεροειδών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ενώ οι υπόλοιπες 80 πάσχουσες τα λάμβαναν σε καθημερινή βάση όσο ήταν έγκυες.

Όπως διαπιστώθηκε, το 60% των ασθματικών γυναικών που κυοφορούσαν άρρεν έμβρυο δεν είχαν κανένα σύμπτωμα καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης, ούτε έπασχαν από αναπνευστικά προβλήματα από τη 18η έως την 30η εβδομάδα.

Αντιθέτως, το 61% των ασθενών γυναικών που περίμεναν κορίτσι παρέμειναν δίχως συμπτώματα έως την 18η εβδομάδα κύησης αλλά το ίδιο εξακολουθούσε να ισχύει μόνο για το 28% εξ αυτών στην 30ή εβδομάδα, οι δε αναπνευστικές δυσχέρειες αυξήθηκαν σημαντικά από τη 18η έως την 30ή εβδομάδα.

«Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων του άσθματος είναι πάρα πολύ σημαντική για τις εγκύους, καθώς εγκυμονεί κινδύνους τόσο για τη μητέρα, όσο και για το παιδί. Για παράδειγμα, αν η μητέρα εκδηλώσει κρίση, είναι πολύ πιθανό να ελαττωθεί σημαντικά η παροχή οξυγόνου στο έμβρυο, γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά τη σωματική και πνευματική ανάπτυξή του», επισημαίνει ο Δρ Γκίμπσον.

health.in.gr