Θεσσαλονίκη: Μία στις τέσσερις γυναίκες άνω των 50 ετών παρουσιάζει ακράτεια ούρων, ενώ για τις πάνω από 65 χρόνων το ποσοστό φτάνει στο 50%, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια του Πανελληνίου Συνεδρίου «Η γυναίκα μετά τα 40», που διοργανώθηκε από τη Δ΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του ΑΠΘ.


Η ακράτεια ούρων αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες μείωσης της δραστηριότητας όλων των ασθενών, γιατί τους κάνει δειλούς, τους αναγκάζει να παραμένουν στο σπίτι και παρεμποδίζει τις κοινωνικές τους επαφές. Πρόκειται δηλαδή για μια πάθηση, που έχει σημαντική επίδραση στην κοινωνικότητα του ατόμου και κατ’ επέκταση στον ψυχισμό του και στη σεξουαλική συμπεριφορά του.


Οι διάφορες μελέτες, που έγιναν υπό μορφή ερωτήσεων, απέδειξαν ότι το 20% των γυναικών θεώρησαν την απώλεια ούρων πρόβλημα. Προς έκπληξη των ερευνητών μόνο το 37% αυτών ανέφεραν ότι αισθάνθηκαν κάποτε ανάγκη για θεραπεία και λιγότερες από το 20% κατέφυγαν σε ιατρική βοήθεια για την κατάστασή τους.


Παρ’ όλο που η σύγχρονη γυναίκα διδάσκεται να εκφράζεται ελεύθερα, η ακράτεια των ούρων αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα ταμπού, τόνισε στην εισήγησή του ο αναπληρωτής καθηγητής μαιευτικής-γυναικολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών Α. Λιάπης. Δεν αποτελεί έκπληξη, πρόσθεσε, ότι το 40% συζητά το πρόβλημά του με το ιατρό, ενώ το 60% το αποκρύπτει τόσο από συγγενικά πρόσωπα και φίλους, όσο και από το σύζυγο.


Η ακράτεια ούρων συνδέεται με καταστάσεις, που αφορούν στη χαλάρωση των ιστών του πυελικού εδάφους, υπογράμμισε ο λέκτορας μαιευτικής-γυναικολογίας στο ΑΠΘ Θ. Ταντανάσης. Η βασικότερη αιτία για την πρόκληση ακράτειας ούρων στις γυναίκες είναι οι γέννες, που έχουν προηγηθεί.

Συνήθως χαλαρώνει το πυελικό έδαφος και αυτή η χαλάρωση αφήνει την ουροδόχο κύστη, ενδεχομένως τη μήτρα και το έντερο, να κατεβαίνουν προς τα κάτω, όταν σφίγγεται η γυναίκα ή βήχει. Αυτή η χαλάρωση όμως μπορεί να σημαίνει και ότι η ουροδόχος κύστη δεν μπορεί να κρατήσει καλά τα ούρα και έτσι όταν σφίγγεται η κοιλιά, όπως συμβαίνει π.χ. στο βήχα, τότε φεύγουν άθελα τα ούρα.


Σήμερα, πρόσθεσε ο κ. Ταντανάσης, έχει αυξηθεί το επίπεδο γνώσης των ιατρών σε ότι αφορά το μηχανισμό συγκράτησης των ούρων και έχουν αναπτυχθεί διάφορες μέθοδοι για την καλύτερη αξιολόγηση της ακράτειας και τη σωστότερη αντιμετώπισή της, όπως είναι το υπερηχογράφημα και η ουροδυναμική εξέταση. Ακολουθεί η θεραπεία που είναι είτε συντηρητική είτε χειρουργική.


Η συντηρητική θεραπεία συνίσταται στην εφαρμογή ασκήσεων του πυελικού εδάφους ή ηλεκτρικής διέγερσης των μυών, στη χρήση κολπικών κώνων και στη χορήγηση ορμονολογικών σκευασμάτων.


Η χειρουργική θεραπεία είναι η πλέον χρησιμοποιούμενη και οι μέχρι τούδε μέθοδοι είναι η ανάρτηση του κόλπου, η τοποθέτηση κολλαγόνου ή σιλικόνης γύρω από την ουρήθρα και η τοποθέτηση κολπικής ταινίας ελεύθερης τάσης.


Η τελευταία είναι μια μέθοδος ελάχιστα επεμβατική (χρόνος εκτέλεσης 20 λεπτά), που γίνεται με τοπική αναισθησία και δεν επιβαρύνει τη γενικότερη κατάσταση της υγείας της ασθενούς, ενώ, όπως προέκυψε από διεθνείς μελέτες, το ποσοστό επιτυχίας της μεθόδου αγγίζει το 87%.


Η κολπική ταινία είναι κατασκευασμένη από ειδικό πλαστικό, που είναι ανενεργό υλικό και τοποθετείται μέσω του κόλπου στη μέση της ουρήθρας της γυναίκας. Η ασθενής μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι της μετά από μια έως τέσσερις μέρες νοσηλείας, ενώ μία εβδομάδα μετά την επέμβαση μπορεί να επιστρέψει στην εργασία της.

health.in.gr