Νέα Υόρκη: Οι γυναίκες που χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά δισκία δεύτερης γενεάς εμφανίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιοπαθειών συγκριτικά με όσες λαμβάνουν «χάπι» νεότερης τεχνολογίας, τα λεγόμενα τρίτης γενεάς. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερος αν η λήψη αντισυλληπτικών συνδυάζεται με κάπνισμα, διαβήτη ή αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης ορού. Τα παραπάνω αντιπροσωπεύουν τα αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύτηκαν στο έντυπο του Δεκεμβρίου του New England Journal of Medicine.

«Ο συνολικός κίνδυνος εμφάνισης καρδιακών επιπλοκών σε γυναίκες που χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά δισκία είναι μικρός: περίπου 2 ανά 10.000 άτομα ηλικίας 20-39 ετών. Διαπιστώθηκε όμως ότι όσες χρησιμοποιούσαν αντισυλληπτικά δεύτερης γενεάς, τα οποία περιέχουν μία συνθετική προγεστερόνη, γνωστή ως λεβονοργεστρέλη, είχαν διπλάσιο κίνδυνο καρδιοπάθειας συγκριτικά με όσες λάμβαναν αντισυλληπτικά τρίτης γενεάς τα οποία περιέχουν δεσογεστρέλη ή γεστοδένη», δήλωσε στο Reuters ο Δρ Ρόζενταλ από το Πανεπιστήμιο του Λάιντεν όπου διεξήχθη η μελέτη.

Τα χάπια τρίτης γενεάς σχεδιάστηκαν με στόχο να ελαχιστοποιήσουν τις παρενέργειες των αντισυλληπτικών δισκίων όπως η αύξηση του σωματικού βάρους, η ακμή και η αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης. Όπως αποδεικνύεται, το χάπι αυτής της κατηγορίας επηρεάζει λιγότερο τα επίπεδα χοληστερόλης ορού από ό,τι τα σκευάσματα δεύτερης γενεάς.

«Ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός μελετών επιβεβαιώνει ότι τα αντισυλληπτικά δισκία τρίτης γενεάς είναι ασφαλέστερα από τα παλαιότερα σκευάσματα. Χρειάζεται όμως προσοχή κατά τη συνταγογράφησή τους. Το χάπι δεν θα πρέπει να χορηγείται σε γυναίκες με μείζονες παράγοντες κινδύνου, δηλαδή σε όσες είναι άνω των 35 ετών, σε όσες πάσχουν από διαβήτη, καπνίζουν ή είναι παχύσαρκες» συμπληρώνουν σε συνοδευτικό σημείωμα στο ίδιο έντυπο η Δρ Λίζα Τσέιζαν-Τάμπαρ από το Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης και ο Δρ Μάιρ Στάμπφερ από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

health.in.gr