Μέχρι και πέντε φορές υψηλότερη από το απαιτούμενο είναι η ένταση των ακτίνων Χ στις οποίες εκτίθενται τα παιδιά κατά τη διάρκεια αξονικής τομογραφίας, αποκαλύπτει μελέτη Αμερικανών ερευνητών. Αν και ο κίνδυνος καρκινογένεσης είναι εξαιρετικά μικρός, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ένταση της ακτινοβολίας θα μπορούσε να μειωθεί, χωρίς να υποβαθμιστεί η διαγνωστική αξιοπιστία της μεθόδου.

Όπως αναφέρει το EurekAlert.com, οι επιτρεπόμενες δόσεις ακτινοβολίας έχουν καθοριστεί με βάση μετρήσεις σε ενήλικες, οι οποίοι -σε σχέση με τα παιδιά- είναι λιγότερο ευπαθείς στην καρκινογόνο δράση της ιονίζουσας ακτινοβολίας.


Οι αξονικές τομογραφίες ευθύνονται για το 40% της ολικής δόσης ακτινοβολίας στο γενικό πληθυσμό, παρ όλο που αποτελούν μόνον το 4% των εξετάσεων με ακτίνες Χ.


Ο δρ. Λέιν Ντόνελι, του Παιδιατρικού Ιατρικού Κέντρου του Σινσινάτι, διερεύνησε το θέμα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένταση της ακτινοβολίας των αξονικών τομογράφων θα μπορούσε να μειωθεί κατά 80%, χωρίς να υπάρχει σημαντική μείωση της ευκρίνειας της εικόνας που προκύπτει.


Ο αξονικός τομογράφος περιέχει μία πηγή ακτίνων Χ που περιστρέφεται γύρω από τον ασθενή και δημιουργεί εικόνες, οι οποίες αντιστοιχούν σε διάφορα επίπεδα του σώματός του (εγκάρσιες ή διαμήκεις νοητές τομές). Η «συνένωση» των εικόνων από διαδοχικά επίπεδα με χρήση λογισμικού επιτρέπει την τρισδιάστατη «ανασύσταση» μιας περιοχής του σώματος.


Σύμφωνα με τη μελέτη του δρ. Ντόνελι, που δημοσιεύεται στο περιοδικό American Journal of Roentgenology, η προσλαμβανόμενη ακτινοβολία μπορεί να μειωθεί με αύξηση της ταχύτητας με την οποία ο ασθενής διέρχεται μέσα από τον τομογράφο. Εναλλακτικά, μπορεί να μειωθεί η εκπομπή ηλεκτρονίων που προκαλεί την παραγωγή ακτίνων Χ, χωρίς σημαντική αύξηση του θορύβου του σήματος και μείωση της ευκρίνειας.


Οι δύο αυτές μέθοδοι δεν μπορούν όμως να εφαρμοστούν σε μηχανήματα που ρυθμίζουν αυτόματα τις παραμέτρους του συστήματος ή σε παλιούς τομογράφους.


Ο δρ. Ντόνελι τονίζει ότι η αξονική τομογραφία είναι αξιόπιστη διαγνωστική μέθοδος και ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου, αν και δεν είναι μηδενικός, είναι «εξαιρετικά μικρός».