Αιματολογικό τεστ διάγνωσης της σχιζοφρένειας αναπτύσσεται στο Ισραήλ
Τα επίπεδα ενός υποδοχέα του νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη που σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια προσδιορίζει η αιματολογική εξέταση την οποία ανέπτυξαν Ισραηλινοί επιστήμονες για τη διάγνωση της ασθένειας στα πρώιμα στάδιά της. Μολονότι ο ποσοτικός προσδιορισμός του υποδοχέα γίνεται με έμμεσο τρόπο στα λεμφοκύτταρα και όχι στον εγκέφαλο, η εξέταση ενδέχεται να προσφέρει νέα αξιόπιστα διαγνωστικά κριτήρια για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου.
Τα επίπεδα ενός υποδοχέα του νευροδιαβιβαστή ντοπαμίνη που σχετίζεται με τη σχιζοφρένεια προσδιορίζει η αιματολογική εξέταση την οποία ανέπτυξαν Ισραηλινοί επιστήμονες για τη διάγνωση της ασθένειας στα πρώιμα στάδιά της. Μολονότι ο ποσοτικός προσδιορισμός του υποδοχέα γίνεται με έμμεσο τρόπο στα λεμφοκύτταρα και όχι στον εγκέφαλο, η εξέταση ενδέχεται να προσφέρει νέα αξιόπιστα διαγνωστικά κριτήρια για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της νόσου.
Προς το παρόν η διάγνωση της σχιζοφρένειας γίνεται μόνο με συμπεριφορικά τεστ.
Η ασθένεια μπορεί να προκαλέσει απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, παράδοξη συμπεριφορά, μειωμένη συναισθηματική εκφραστικότητα και αποδιοργάνωση του λόγου.
Η διάγνωση της σχιζοφρένειας στα πρώιμα στάδιά της θεωρείται ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς τα συμπτώματα ποικίλουν συνήθως ανάλογα με τον πάσχοντα. Όμως, η έγκαιρη διάγνωση της νόσου και η αντιμετώπισή της με νευροληπτικά φάρμακα βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Όπως αναφέρει το HealthScout.com, οι ερευνητές του Επιστημονικού Ινστιτούτου Βάιτσμαν στο Ισραήλ, με επικεφαλής τη δρ. Σάρα Φιουκς, βασίστηκαν σε παλαιότερες μελέτες που είχαν δείξει ότι στον εγκέφαλο των ασθενών παρουσιάζονται αυξημένα επίπεδα των υποδοχέων της ντοπαμίνης.
Οι υποδοχείς αυτοί εντοπίζονται στην επιφάνεια μιας κατηγορίας νευρώνων και με αυτούς συνδέεται το μόριο της ντοπαμίνης, μέσω του οποίου «επικοινωνούν» ορισμένα κύτταρα του εγκεφάλου. Υπάρχουν όμως και στην επιφάνεια άλλων κυττάρων, όπως τα λεμφοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Η άμεση ποσοτική τους ανάλυση στον εγκέφαλο δεν είναι σήμερα εφικτή.
Μόριο – κλειδί το mRNA του υποδοχέα
Οι Ισραηλινοί ερευνητές εφάρμοσαν στους 14 ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνά τους μία έμμεση μέθοδο: αντί να υπολογίσουν τον αριθμό των ίδιων των υποδοχέων, δημιούργησαν μία μέθοδο για τη μέτρηση των επιπέδων του mRNA του υποδοχέα.
Το mRNA (messenger RiboNucleic Acid) είναι το μόριο στο οποίο μεταγράφεται η πληροφορία κάθε γονιδίου, προκειμένου να παραχθεί η κωδικοποιούμενη πρωτεΐνη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στα κύτταρα των ασθενών περιέχεται ποσότητα mRNA του υποδοχέα D3 της ντοπαμίνης 3,5 φορές υψηλότερη από το «φυσιολογικό». Τα επίπεδα ήταν υψηλότερα σε όλους τους ασθενείς είτε ακολουθούσαν κάποια φαρμακευτική αγωγή είτε όχι.
«Θα ήθελα να πιστεύω ότι ίσως το επίπεδο των ντοπαμινεργικών υποδοχέων στα λεμφοκύτταρα ανακλούν την κατάσταση στον εγκέφαλο, αλλά δεν έχουμε καμία απολύτως ένδειξη για αυτό» διευκρινίζει η δρ. Φιουκς.
Η ερευνητική ομάδα σκοπεύει τώρα να μελετήσει τις διαφορές που υπάρχουν στα επίπεδα του υποδοχέα σε οικογένειες ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια -τα άτομα που έχουν πάσχοντα συγγενή πρώτου βαθμού διατρέχουν κίνδυνο εμφάνισης της ασθένειας αυξημένο κατά δέκα φορές σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Σύμφωνα με τη δρ. Φιουκς, το τεστ των υποδοχέων, στην περίπτωση που αποδειχθεί αξιόπιστο, θα εφαρμόζεται μόνο σε άτομα τα οποία διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της σχιζοφρένειας.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο αμερικανικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences.