65

Αμερικανοί επιστήμονες διαπίστωσαν ότι διάφορα διαστημικά εξερευνητικά σκάφη, τα οποία χρησιμοποίησαν τη βαρυτική δύναμη της Γης για να κερδίσουν ενέργεια και να «εκσφενδονιστούν» πιο μακριά στο ηλιακό σύστημα, φαίνεται ότι δέχτηκαν μία επιπλέον ώθηση από αυτήν που υπολογίστηκε αρχικά, η οποία πιθανότατα οφείλεται σε κάποια άγνωστη συνιστώσα της βαρύτητας.

Παρ ότι η βαρυτική έλξη είναι η πρώτη δύναμη, που μελετήθηκε επιστημονικά από τον Νεύτωνα και στον αιώνα μας περιγράφηκε ακόμα πιο θεμελιακά με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας από τον Αϊνστάιν, εξακολουθεί να αποτελεί ουσιαστικά ένα μυστήριο.


Ειδικοί από το Jet Propulsion Laboratory υπολόγισαν τις τροχιές τριών σκαφών που επιταχύνθηκαν με την ίδια μέθοδο, του Galileo το 1990, του NEAR το 1998 και του Cassini to 1999, αλλά δεν μπόρεσαν να ερμηνεύσουν την επιπλέον ώθηση. Γι αυτόν το λόγο αποφάσισαν να πειραματιστούν με το εξερευνητικό σκάφος Stardust που αναμένεται να περάσει κοντά από τη Γη τον ερχόμενο Ιανουάριο.


Οι επιστήμονες σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν το δίκτυο τηλεσκοπίων Deep Space Network και να αξιοποιήσουν το φαινόμενο Doppler για να μετρήσουν την επιτάχυνση που θα δεχτεί το Stardust.


Αυτό που ενθουσιάζει ιδιαίτερα τους ερευνητές είναι το ενδεχόμενο το φαινόμενο να οφείλεται σε κάποια άγνωστη συνιστώσα της βαρύτητας. Για την ώρα, ωστόσο, οι αστρονόμοι είναι αναγκασμένοι να το αντιμετωπίζουν ως ένα από τα παράδοξα της φυσικής.


Σύμφωνα με μία εναλλακτική ερμηνεία του φαινομένου, τα σκάφη που πλησιάζουν τη Γη, προκειμένου να κερδίσουν ταχύτητα, ίσως «φορτίζονται» από το μαγνητικό της πεδίο και στη συνέχεια το φορτίο αυτό αλληλεπιδρά με το πεδίο βαρύτητας του πλανήτη μας. Ωστόσο, έχει ακόμα προταθεί και μία εξήγηση που βασίζεται στη θεωρία των υπερχορδών.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ