Γκαμπριέλε Στέτσερ: Η καλλιτέχνιδα που έκανε το σώμα της «όπλο» ενάντια στη Στάζι
Η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση της Γκαμπριέλε Στέτσερ στις Άλπεις αναδεικνύει το έργο μιας γυναίκας που, μέσα από τη φωτογραφία, μετέτρεψε την προσωπική της αντίσταση σε καλλιτεχνική κληρονομιά
Στις ελβετικές Άλπεις, εκεί όπου ο παγετώδης ποταμός διασχίζει το τοπίο και τα ερείπια ενός μοναστηριού του 12ου αιώνα θυμίζουν άλλες εποχές, στεγάζεται το Muzeum Susch. Στους υπόγειους πέτρινους θαλάμους του παρουσιάζεται αυτές τις μέρες η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση της Γκαμπριέλε Στέτσερ, μιας καλλιτέχνιδας που σημάδεψε με την πορεία της τον πολιτισμό της Ανατολικής Γερμανίας.
Μια γυναίκα που αρνήθηκε να σιωπήσει
Οι φωτογραφίες της δεν έχουν τίποτα το «καλοδουλεμένο» – είναι μικρές, συχνά υπερεκτεθειμένες, με άκρες φθαρμένες από τον χρόνο. Εκείνη εμφανίζεται νεαρή, γυμνή, δεμένη με σκοινιά ή καλυμμένη από παράξενα υγρά.
Σώματα γυναικών μεταμορφώνονται σε καμβάδες, με λουλούδια να ξεπηδούν ή σκοτεινές φιγούρες να αναδύονται μέσα από απλά αντικείμενα. Η αισθητική τους ωμότητα προδίδει έναν αγώνα για επιβίωση και ταυτόχρονα μια επίμονη πράξη αντίστασης.
Οι εικόνες θυμίζουν περισσότερο ντοκουμέντα ζωής παρά «έργα τέχνης» με την κλασική έννοια, μα αυτό ακριβώς τους δίνει δύναμη: μιλούν για μια γυναίκα που αρνήθηκε να σιωπήσει.
Η έκθεση «Με Χέρι & Πόδι, Δέρμα & Μαλλιά» στο Muzeum Susch αναδεικνύει για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο το έργο μιας δημιουργού που έδρασε στο περιθώριο της Ανατολικής Γερμανίας. Το μουσείο, που ίδρυσε η Πολωνή επιχειρηματίας Γκραζίνα Κουλτσίκ το 2015, δημιουργήθηκε μετά την εκσκαφή 10.000 τόνων βράχου. Σήμερα λειτουργεί ως καταφύγιο καλλιτεχνών που έζησαν υπό τη σκιά της λογοκρισίας.
Η Γκαμπριέλε Στέτσερ γεννήθηκε το 1953 στην Ανατολική Γερμανία. Στα 23 της αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο και φυλακίστηκε στη διαβόητη γυναικεία φυλακή Χόενεκ, επειδή υπέγραψε ψήφισμα υπέρ του εξόριστου τραγουδοποιού Βολφ Μπίερμαν. Εκεί, σε συνθήκες βίας και στέρησης, συνειδητοποίησε ότι το σώμα της ήταν το μοναδικό μέσο έκφρασης που της είχε απομείνει. Η εμπειρία της φυλακής σημάδεψε όχι μόνο την υγεία της —έχασε μαλλιά, το δέρμα της υπέστη σοβαρές βλάβες— αλλά και την καλλιτεχνική της κοσμοθεωρία.
Από τότε κατάλαβε ότι το σώμα της θα ήταν το μοναδικό της «όπλο». Μετά την αποφυλάκισή της βρέθηκε αποκλεισμένη από σχολές και μουσεία, υπό συνεχή παρακολούθηση της Στάζι. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να δημιουργεί με ό,τι είχε στη διάθεσή της: σεντόνια, βερνίκι παπουτσιών, φυσικό φως.
Exterra XX
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 συνίδρυσε τη φεμινιστική συλλογικότητα Exterra XX, που παρήγαγε ταινίες και φωτογραφικά έργα, τα οποία κυκλοφορούσαν κρυφά σε μικρούς κύκλους. Σε ιδιωτικά διαμερίσματα, γυναίκες που δημόσια ζούσαν ως σύζυγοι και υπάλληλοι «μεταμορφώνονταν» σε ελεύθερα σώματα, ζωγραφισμένα και απελευθερωμένα.
Η δουλειά της υπήρξε εξαιρετικά προσωπική, αλλά και πολιτική. Η Γκαμπριέλε Στέτσερ έζησε διαρκώς υπό την παρακολούθηση της Στάζι – ένας συνεργάτης της αποδείχθηκε πληροφοριοδότης. Η προδοσία αυτή αντανακλάται σε σειρά φωτογραφιών, όπου ο άνδρας ποζάρει με γυναικεία ρούχα, κοιτώντας κατάματα τον φακό. Η Στέτσερ βίωσε στο πετσί της πως η καλλιτεχνική δημιουργία δεν ήταν μόνο αισθητική πράξη, αλλά και πεδίο εξουσίας.
Με την πτώση του Τείχους το 1989, η καλλιτέχνιδα συμμετείχε στην κατάληψη των γραφείων της Στάζι στο Έρφουρτ, προστατεύοντας αρχεία παρακολούθησης από την καταστροφή. «Ακόμη κι αν μας πυροβολούσαν, θα ήξερα πως έκανα κάτι σωστό», αφηγείται.
Τα τελευταία χρόνια το έργο της γνωρίζει ευρύτερη αναγνώριση: βραβεύτηκε με το Τάγμα Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (2013), συμμετείχε στη documenta 14 (2017) και σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις. Ο επιμελητής Ντάνιελ Μπλόκβιτς τονίζει ότι μόλις τώρα καταλαμβάνει τη θέση που της αξίζει στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης, σύμφωνα με το ArtNews.
Η περίπτωση της Γκαμπριέλε Στέτσερ αποδεικνύει πως η τέχνη μπορεί να επιβιώσει ακόμη και κάτω από το πιο ασφυκτικό καθεστώς. Η αισθητική και η πολιτική της αντίστασης συμπλέκονται: στα υλικά που χρησιμοποιεί, στις εικόνες που δημιουργεί, στις ιστορίες που διασώζει. Όπως λέει η ίδια: «Τα συναισθήματα και οι επιθυμίες υπάρχουν σε κάθε κοινωνία. Δεν σταματούν ποτέ».