Ένα κριτικό αξίωμα δέχεται πως και η σιωπή είναι κριτική. Στην αρχή είχα αποφασίσει να σωπάσω· να αγνοήσω αυτή τη λεηλασία των ιδεών και των οσίων που γίνεται αυτήν την εποχή στην Αθήνα· να περιφρονήσω αυτό το ανεξέλεγκτο «πνευματικό» ρεμπελιό.

Πιστεύω όμως πως η πίστη σε κάποιες αρχές και αξιώματα της δουλειάς που ασκείς έχει νόημα μόνο όταν και οι άλλοι σέβονται τις δικές τους αρχές.

Δεν πρόκειται να κρίνω. Θέλω να διαμαρτυρηθώ, όσο αντέχει η ταπεινή μου φωνή. Τη στιγμή που αυτός ο αξιοθαύμαστος λαός μας δείχνει, μαζί με το υψηλό του φρόνημα, μια ωριμότητα βαθιάς και συνειδητής ιστορικής γνώσης, οι ίδιοι άνθρωποι που τον τάιζαν με το κουτόχορτο της τηλεοράσεως, τόσα χρόνια, οι ίδιοι άνθρωποι που του πλήγωναν τα μάτια με την πρόκληση της ζωής τους και των «κασσέ» τους, ασχημονούν ξανά. Γαργαλάνε φτηνά τη δίκαιη οργή του, ερεθίζουν ξώπετσα (σ.σ. τελείως επιφανειακά) τη στομωμένη του κραυγή, και κορυβαντιούν (σ.σ. μαίνονται, κατέχονται από έξαρση) πάνω στο νωπό αίμα του.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 21.8.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Συγχέοντας, ασυνείδητα, το φτηνό με το λαϊκό, το πρόστυχο με την αθυροστομία, το ρωμαϊκό με το αριστοφάνειο, το μελό με την τραγωδία, και το επικαιρικό με το έπος, θολώνουν τα νερά και θολώνουν το κριτήριο του λαού με γλυκασμούς, λιλιά και φραμπαλάδες.

Μπερδεύουν την δημοκρατική επιφυλακή με τα θυλάκιά (σ.σ. τις τσέπες) τους. Και γαυριάζουν (σ.σ. εξαγριώνονται).

Αγνοούν πως πάνω απ’ όλα η Δημοκρατία είναι ποιότητα και σεβασμός στο ανθρώπινο πρόσωπο. Η δημοκρατία τους κοστίζει 140 δρχ., ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο.

Η στήλη έχει, σε ανύποπτο χρόνο (μάλλον φιλύποπτα), θεμελιώσει τις αρχές της και την πίστη της στο μοναδικό πολιτικό μας θέατρο, την επιθεώρηση. Έχει στηρίξει πάνω στο ύφος της, στη δομή της και στην υποκριτική της παράδοση τις ελπίδες της για μια ανανέωση όλου του ελληνικού θεάτρου. Πιστεύει στους μεγάλους ηθοποιούς της. Γι’ αυτό της επιτρέπεται, νομίζω, να αγανακτεί.

Γιατί το είδος έχει διαβρωθή από ένα πλήθος επιβήτορες, αστέρια και αστεράκια της οθόνης και της τηλεόρασης, που έχουν απωθήσει στο περιθώριο τους αυθεντικούς αιμοδότες της. Έχει παραλύσει σε μακροχρονιώτερο, απ’ τον πρόσφατο πολιτικό, γύψο, στα χέρια πέντε-έξη αχυρογράφων, πολυγράφων και ποικιλογράφων συγγραφέων του γονάτου. Μερικοί γράψαν δύο επιθεωρήσεις σε μια βδομάδα.


Νούμερα χωρίς στόχο, χωρίς δομή, χωρίς ζουμί, χωρίς σάτιρα. Να εκτονώνεις τον κόσμο με βρισιές είναι μια λύση βολική. Η σάτιρα δε γίνεται με το χάχανο της στιγμής. Θέλει μαχαίρι. Και το μαχαίρι βυθίζεται στις αιτίες που γεννούν τα γεγονότα και τα φαινόμενα.

Η «σάτιρα» που παρέχεται αυτή τη στιγμή είναι απλώς ένας εξευτελισμός της θεματογραφίας.

Στεκόμαστε με σεβασμό μπροστά στους ανθρώπους που έπαθαν αυτά τα χρόνια. Ας μην καπηλεύονται τα πάθη τους. Πιστεύουμε πως τα πάθη για την ελευθερία δεν εξαργυρώνονται, ούτε ζητούν το χειροκρότημα, ούτε γίνονται «θέατρο». Είναι σεμνά. Κι αν οι συγγραφείς θέλουν να τους κολακεύουν, ας τους επιβάλουν οι παθόντες το σεβασμό.

Αν έχουν θάρρος συγγραφείς και ηθοποιοί, ας κάνουν αυτοκριτική, ας ομολογήσουν με τη σκληρή γλώσσα της σάτιρας τα λάθη τους: πώς και γιατί τροφοδότησαν τόσα χρόνια με άχυρα την τηλεόραση, πώς την «άνδρωσαν», πώς, αφού «κόπηκαν», επανήλθαν και με τι μέσα, πόσο αυξήθηκε το «κασσέ» τους σε σχέση με την… αύξηση του μέσου μισθοσυντήρητου. Και πώς δικαιολογούσαν τις πράξεις τους με το ψωμί τους, όταν εκατοντάδα συναδέλφων τους δεν είχαν δικαίωμα να διεκδικήσουν αυτό το ψωμί. Αυτό, ναι, είναι σάτιρα.

Ας σατιρίσουν το συνάφι τους. Πώς ένας (σ.σ. Νίκος) Σταυρίδης, μια (σ.σ. Ρένα) Ντορ, ένας (σ.σ. Τάκης) Μηλιάδης αυτά τα χρόνια κατέβαιναν συνεχώς προς τα κάτω, γινόντουσαν «Σύμπραξις» ή ένα τελικό «και», και ανέρχονταν στις φωτεινές πινακίδες αχόρευτοι και άφωνοι οιηματίες (σ.σ. αλαζόνες, υπερόπτες), καλλίγραμμες σταρ, «ανυπόκριτες» παρουσιάστριες και αναιδείς παρουσιαστές.

Ας σατιρίσουν τους συνθέτες τους που τη μια μελωδούσαν το «Ναι στο σύνταγμα» και από την άλλη κατακρεουργούσαν τον Θεοδωράκη συνάδοντες το «Και δόξα τω Θεώ» με σεισοπυγίδες (σ.σ. σουσουράδες, απερίσκεπτες, ναζιάρες και φιλάρεσκες νεαρές γυναίκες) άφωνες τραγουδίστριες.


Ας γράψουν για τον (σ.σ. Αλέκο) Λειβαδίτη ένα νούμερο για το πώς γράφτηκαν τα νούμερα σε μια νύχτα και κείνος ξέρει να το πλασσάρει για να γελάσει και το παρδαλό κατσίκι. Ας τον αφήσουν μόνο να αυτοσχεδιάσει…

Η λογοκρισία είναι ένοχη γι’ αυτά που έκοβε. Δε φταίει γι’ αυτά που έκαναν τελικά. Ποιος φταίει για τη φτήνεια και την ανοησία όσων «περνούσαν»;

Η αναίσχυντη πράξη που τολμήθηκε να περάσει στη ράμπα το έπος του Νοεμβρίου ξεπερνάει την αντοχή των λόγων. Κάπως αλλιώς έπρεπε να κριθή. Πάντως αν έπρεπε να βρεθούν λόγοι, προτιμώ τον όρθιο και άγριο λόγο του Σεφέρη, γραμμένο μιαν απαράλλαχτη εποχή:

«ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων […]

τη σκέψη του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς […]

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν».

(Τελευταίος Σταθμός)

*Κείμενο του Κώστα Γεωργουσόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Εδώ καπηλείον… Εδώ καπηλείον…» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 21 Αυγούστου 1974, ένα μόλις μήνα μετά την πτώση της χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα μας.

Ανεκτίμητα μαθήματα ήθους και αισθητικής, ευπρέπειας και αξιοπρέπειας, ελευθερίας και δημοκρατίας, ζωής και πολιτισμού, πριν από 51 ακριβώς χρόνια.