Για να γράψη κανείς γι’ αυτόν όπως πρέπει, οφείλει να κηρύξη τον πόλεμο κατά των Αλβανών, των Βουλγάρων, των Τούρκων, όλων των εθνών που έχουμε και θέλουμε νάχουμε αγαθές σχέσεις. Ανήκε στη γενεά του δικεφάλου αετού. Κάποτε τον είδα να τον έχη κρεμασμένον μπιμπλό στην καδένα του ρολογιού του. Επί τέλους τον έβαλε στη σημαία του. Γιατί ο Σπυρομήλιος αξιώθηκε νάχη για μια στιγμή δικό του κράτος και δική του παντιέρα — τη σημαία της επαναστατημένης Χειμάρρας. Αυτού του φλογερώτερου εργάτου του ελληνικού ιρρεδεντισμού (σ.σ. αλυτρωτισμού), ο Βενιζέλος δεν του φαινότανε αρκετά δραστήριος! Ο Σπυρομήλιος είχε κηρύξη, στα δώδεκα, τον πόλεμο κατά της Τουρκίας πρωτήτερα πολύ από μας τους άλλους. Ξεσήκωσε το χωριό του. Και τότε χόρτασε τον μεγάλο του καημό: Όλη τη σημαία που κυμάτιζε απάνω από το στρατηγείο του, στη Χειμάρρα, έπιανεν ένας ολόμαυρος και φοβερός δικέφαλος αετός.
Ήταν κι’ ο ίδιος ένα είδος γεράκι των Ακροκεραυνίων (σ.σ. βουνό της Βόρειας Ηπείρου, τμήμα των ορέων της Χειμάρρας). Δεν ήξερε τι θα πη φόβος. Στις φλέβες του κυκλοφορούσε το ζεστό αίμα σειράς προγόνων πολεμιστών. Όταν δεν είχαν δουλειά στον τόπο τους, πεταγόντουσαν απέναντι, στην Ιταλία, να προσφέρουν τ’ άρματά τους στον ξένο. Υπηρετούσαν σ’ εκείνα τα ελληνικά σώματα της Νεαπόλεως, «τα μόνα», όπως έλεγαν οι ίδιοι οι Ιταλοί, «που δεν ήσαν μονάχα για παρατάξεις».
Πάνε πολλά χρόνια που πρωτογνώρισα τον Σπυρομήλιο — πού αλλού, παιδιά μου, αν μη στου Ζαχαράτου, τη λέσχη, το αναγνωστήριο, την ακαδημία και το σαλόνι του ελληνισμού; Ήταν αστειότατος μέσα στα πολιτικά ρούχα, ο ψημμένος αυτός άνθρωπος με τον αέρα του καπετάνιου, το θεληματικό σαγόνι και τ’ αδρά χαρακτηριστικά, πούμοιαζε με τις στοιχειώδεις μορφές που σκαλίζουν οι φυλακισμένοι της Αιγίνης στους ξύλινους σουγιάδες τους. Ήτανε κεφάλι για περικεφαλαία και φόραγε ρεπούμπλικα μαλακή, πάντα στραπατσαρισμένη, σαν να την έβγαζε από κανένα μπόγο. Είχε στήθος για θώρακα. Και φορούσε μια οποιαδήποτε γραβάτα δεμένη σαν το σκοινί του κρεμασμένου. Και κρατούσε την ομπρέλλα του σαν χατζάρι.
Τον κατέταξα πρόχειρα: Βεληγκέκας. Όταν γνωριστήκαμε καλλίτερα, τον έλεγα μόνον έτσι. Δε θύμωνε διόλου. Καμάρωνε. Ήθελε «να το δείξη». Αυτός και λίγοι άλλοι της γενεάς του μαράζωναν στο καφενείο. Είχανε μπη στη ζωή με λύσσα για ηρωική δράσι. Το ευαγγέλιο της ενεργείας του μακαρίτη του Ίδα (σ.σ. του Ίωνος Δραγούμη) ήτανε μια ωχρή απήχησις του δικού τους καημού. Ο Σπυρομήλιος γινότανε θηρίο με τους λιμοκοντόρους και τους ρήτορες. Τους έλεγε όλους μονολεκτικά: Σαλιάρες! Φλύαρες γυναίκες! Είχε δική του γλώσσα κι’ έπρεπε να τη μάθης με υπομονή για να τον γουστάρης. Είχε πολύ χιούμορ, αλάτι χοντρό, μαύρο, πούσπαζε τα δόντια. Διηγείτο κάτι ανέκδοτα απελέκητα, γεμάτα βουνήσια θυμοσοφία, που θύμιζαν εικοσιένα. Τον ρώτησα κάποτε:
— Μα επί τέλους, γιατί δεν πήγες μάχιμος, αλλά προτίμησες τη χωροφυλακή;
Μ’ εκύτταξε λοξά. Ύστερα μου είπε:
— Τότε ο στρατός ήτανε για παράτες. Μόνον η χωροφυλακή νταραβεριζότανε στα βουνά με τους ληστάς.
Δεν ξέρω τι τέτοια «νταραβέρια» μπόρεσε νάχη. Ξέρω μόνο πως τίμησε το σπαθί της χωροφυλακής. Ανθυπομοίραρχος στην Ερμιόνη, ακόμη θυμούνται το διάβα του. Άφησεν εποχή. Σεμνός και δίκαιος σα Σολομών. Κάποια μέρα τέλος το μεγάλο πανηγύρι άρχισε: Ο Παύλος Μελάς άνοιγε τον αγώνα στη Μακεδονία. Ο Σπυρομήλιος χάθηκε. Πήγε από τους πρώτους να «νταραβερισθή» με τους Τούρκους και Βουλγάρους. Η Καρατζόβα (σ.σ. η περιοχή της Αλμωπίας) κάτι ξέρει για την παλληκαριά του. Επήρε πληγές και χόρτασε. Καταματωμένος, πετσοκομμένος, κυνηγημένος σαν το θηρίο, έμεινε αθεράπευτος, μήνες ολόκληρους, κρυμμένος να μην τον πιάσουν ζωντανό. Κι’ αυτό ήταν η πρώτη αρχή να χάση για πάντα την υγεία του.
Γύρισε στην Αθήνα σακατεμένος, όλος λύσσα κατά της μικροελλαδικής δημαγωγίας. Το κίνημα, το ζωογόνο κήρυγμα του Βενιζέλου τον συνεπήραν. Μα οι πρώτοι πόλεμοι τελείωναν κι’ η Χειμάρρα έμενε σκλάβα. Είδα τον Σπυρομήλιο στην Κέρκυρα, ν’ αγωνίζεται μάταια να τη γλυτώση, σ’ εκείνη τη διάσκεψι που ο μακαρίτης ο Ζωγράφος (σ.σ. ο Γεώργιος Χρηστάκης – Ζωγράφος, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου) ωνόμασε όχι άδικα κωμειδύλλιο.
Δε θα ξεχάσω τον «αρχηγό» —έτσι έλεγαν όλοι τον Σπυρομήλιο μετά το Μακεδονικό Αγώνα— με μια μακρυά, μαύρη μπέρτα, παράξενη, μεσαιωνική εμφάνισι, περιπλανώμενον ιππότη της βορειοηπειρωτικής ιδέας, να μαίνεται στη Σπιανάδα και τα «βόλτα» (σ.σ. οι καμάρες της πόλης της Κέρκυρας). Τον κάθησα σ’ ένα καφενείο κάτω από το ξενοδοχείο του «Σαν Τζώρτζη»:
— Έλα, του είπα, εξήγησέ μου το ζήτημα. Ας βάλουμε κάτου το πρωτόκολλο του Λονδίνου να ιδούμε τι περιθώριο αφήνει για προνόμια, δικά σας, μέσα στο σχήμα της ακεραιότητος και αυτονομίας του αλβανικού κράτους.
— Τι πρωτόκολλα, μωρέ, και τι… δευτερόκολλα! μου φώναξε. Θα μπω μέσα στην αίθουσα των συνεδριάσεων και δε θ’ αφήσω κεφάλι για κεφάλι γερό!
Έβριζε, βλαστημούσε και χτυπούσε φοβερές γροθιές στο τραπέζι. Ό,τι δεν μπόρεσε να κάμη όμως αυτός, το κατάφερε, στην αναμπουμπούλα του παγκοσμίου πολέμου, ο Βενιζέλος. Γυρίζοντας μια μέρα, με μια ιστορική συνθήκη (σ.σ. ο λόγος για τη Συνθήκη των Σεβρών) και με μια πληγή —ελληνική ανταμοιβή—, έφερνε στον Σπυρομήλιο το μεγαλείτερο δώρο: Τη Χειμάρρα του ελληνική. Ο «αρχηγός» είχε πάη να τον ιδή με δάκρυα στα μάτια.
— Είδες, του είπε ο Βενιζέλος παίζοντας, εφρόντισα για σένα! Είπα στον Λόυδ Τζωρτζ, τον Κλεμανσώ και τον Ουίλσωνα ότι δεν μπορώ να γυρίσω στην Ελλάδα χωρίς Βόρειο Ήπειρο, χωρίς Χειμάρρα! Τους είπα ότι θα με σκοτώση ο Σπυρομήλιος.
«Ατυχώς οι πολλοί των Ελλήνων», όπως γράφει ο «αρχηγός» στο γράμμα του προς τον Μαζαράκη, «εζαλίσθησαν κι’ έπεσαν εις τις κάλπες και τις δουλίτσες των». Ο Σπυρομήλιος έμεινε πάλι χωρίς πατρίδα. Τώρα πρέπει να ζητιανέψουμε τάφο γι’ αυτόν απ’ τους γειτόνους, που ελπίζω να μην τον αρνηθούν. Ο καημένος ο «αρχηγός» υπέφερε. Κι’ οι απ’ έξω πληγές άρχισαν να τον βασανίζουν χειρότερα κι’ από την από μέσα, τη μεγάλη. Δυο φορές τον δέχτηκε ο «Ευαγγελισμός». Αλλά στους πόνους του προστέθηκε κι’ η άλλη αρρώστεια που δέρνει όλους τους Έλληνες, όταν έχουν παστρικά τα χέρια. Υπέφερε διπλά και τρίδιπλα. Μα ήταν υπερήφανος, μιλιά. Όλοι τον είχανε ξεχάση. Όλοι εκτός από τον Βενιζέλο. Τον συνώδευσε τέλος χθες ως το νεκροταφείο.
— Σάμπως θα τον ιδώ κι’ άλλη φορά; έλεγε στους γύρω του με τη μεγαλείτερη συγκίνησι. Σε τέτοιον άνθρωπο άξιζε, αλήθεια, το τιμητικό ξεπροβόδισμα του μεγάλου αρχηγού. Πόσοι μένουν ακόμη από την αδάμαστη γενεά του;
*Άρθρο του δημοσιογράφου, λογοτέχνη, θεατρικού συγγραφέα και ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά (Ναύπακτος 1882 – Αθήνα 1966) για τον Σπύρο Σπυρομήλιο (Σπυρομίλιο), αξιωματικό της Χωροφυλακής, που διακρίθηκε στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του τέλους του 19ου και των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Ο Σπυρομήλιος, με καταγωγή από τη Χειμάρρα της Βόρειας Ηπείρου, γεννήθηκε το 1864 και απεβίωσε στην Αθήνα στις 19 Μαΐου 1930.
Το αποχαιρετιστήριο κείμενο του Μελά, που υπογράφει με το φιλολογικό του ψευδώνυμο («Φορτούνιο»), δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την Τετάρτη 21 Μαΐου 1930, δύο ημέρες μετά το θάνατο του Σπυρομήλιου.