Το 44% των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος αδυνατούν να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, λόγω κόστους σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τα νοικοκυριά μεσαίου προς υψηλού εισοδήματος είναι 3%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το 2018 ήταν 40% και 2%, αντίστοιχα.

Παρότι το 35% του πληθυσμού δηλώνει διατεθειμένο να πληρώσει για υπηρεσίες υγείας, εντούτοις στην πραγματικότητα, είναι το 60% του πληθυσμού που καταφεύγει σε ιδιωτικές πληρωμές για την εξασφάλιση της υγείας του.

Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από μελέτη του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας, τα οποία μοιράστηκε με το in.gr ο Καθηγητής Πολιτικής Υγείας και Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκος Σουλιώτης αναφερόμενος στο «εισόδημα ως διαχρονικά καθοριστικό παράγοντα πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα».

Όπως μας εξήγησε ο κ. Σουλιώτης, «με τη θεσμοθέτηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, η χώρα μας, ορθώς, επέλεξε μια κοινωνική συμφωνία σύμφωνα με την οποία θα πληρώνουν όλοι (φόρους και εισφορές) σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, προκειμένου να έχουν όλοι (ανεξάρτητα από το εισόδημα, το επάγγελμα, το εκπαιδευτικό επίπεδο, τον τόπο διαμονής κ.λπ.) πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας. Τέσσερις δεκαετίες μετά, η επίτευξη του στόχου αυτού εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση για την πολιτική υγείας, τόσο στο πρώτο, όσο και στο δεύτερο σκέλος του.

.

Βασικό εμπόδιο η παραοικονομία

Στο πρώτο σκέλος, λόγω της παραοικονομίας, η οποία συνιστά το βασικότερο εμπόδιο στην άσκηση αναδιανεμητικών κοινωνικών πολιτικών καθώς, λόγω αυτής, αφενός δεν εισφέρουν όλοι στο κοινωνικό κράτος με βάση τις δυνατότητές τους και αφετέρου μεταξύ των δικαιούχων μιας σειράς παροχών -κυρίως σε χρήμα- περιλαμβάνονται άτομα που δεν έχουν αντίστοιχη ανάγκη.

Στο δεύτερο σκέλος, λόγω του διαχρονικά καθοριστικού ρόλου του εισοδήματος, αλλά και άλλων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Ειδικά ως προς αυτό σημειώνεται ότι, παρά τις όποιες αποκλίσεις, σε όλες τις σχετικές βάσεις δεδομένων (ΟΟΣΑ, ΕΛΣΤΑΤ κ.λπ.), η χώρα μας τα τελευταία χρόνια εμφανίζει σημαντικό ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών για το σύνολο του πληθυσμού λόγω εισοδήματος, απόστασης από το σημείο της φροντίδας ή χρόνου αναμονής, καθώς και αξιοσημείωτες αποκλίσεις μεταξύ διαφορετικών εισοδηματικών ομάδων».

Τα ευρήματα των ετήσιων ερευνών για τις Μεταρρυθμίσεις Υγείας στην Ελλάδα του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας, για την περίοδο 2016-2022 είναι ενδεικτικά καθώς, τόσο πριν την πανδημία όσο και  κατά τη διάρκεια αυτής, η σχέση ανάμεσα στη μεταβλητή του εισοδήματος και σε αυτή της αδυναμίας χρήσης υπηρεσιών υγείας, λόγω υψηλού κόστους, είναι στατιστικά σημαντική. Η σχέση αυτή είναι εν πολλοίς αυτονόητη, ωστόσο οι αποκλίσεις μεταξύ διαφορετικών εισοδηματικών ομάδων είναι χαρακτηριστικές και πρέπει να απασχολήσουν την κεντρική διοίκηση.

Αδύνατη κάλυψη αναγκών

Ενδεικτικά, το 2018 (Γράφημα 1) σχετική αδυναμία καταγράφεται στο 40% των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα νοικοκυριά με μεσαίο προς υψηλό εισόδημα είναι μόλις 2%.

Τα ποσοστά αυτά το 2021 ανέρχονται σε 44% για τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα έναντι 3% αυτών γι’ αυτά με μεσαίο προς υψηλό εισόδημα (Γράφημα 2).

Ποιός αναγκάζεται να πληρώσει

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδια σειρά μελετών καταγράφει σε όλη την περίοδο αναφοράς πρόθεση πληρωμής για υπηρεσίες υγείας στα επίπεδα του 35%, την ίδια στιγμή που το ποσοστό όσων πραγματικά επιβαρύνθηκαν με ίδιες δαπάνες ανέρχεται σε 60%. Όπως λοιπόν γίνεται αντιληπτό, η ιδιωτική δαπάνη υγείας δεν αποτελεί απλά μια «καταναλωτική επιλογή» ατόμων που διαθέτουν σχετική οικονομική δυνατότητα, αλλά περιλαμβάνει και άτομα τα οποία «αναγκάζονται» να αποδεχτούν την οικονομική επιβάρυνση για υπηρεσίες υγείας για μια σειρά από λόγους όπως π.χ. η αμεσότερη πρόσβαση σε αυτές, η επιλογή της δομής ή/και του ιατρού, κ.ά.

Εμπόδια πρόσβασης

Η συστημική δε διάσταση αυτών των ανισοτήτων φαίνεται και από την περαιτέρω ανάλυση των ευρημάτων ανά κατηγορία φροντίδας υγείας.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη μεταβλητή της αντιμετώπισης εμποδίων κατά την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας (ανεξαρτήτως αιτίας), τα υψηλότερα ποσοστά αφορούν στην ιατρική επίσκεψη (32% των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα έναντι 14% αυτών με μεσαίο προς υψηλό εισόδημα το 2018 με τα ποσοστά να είναι στα ίδια σχεδόν επίπεδα και το 2021), ενώ στις εργαστηριακές εξετάσεις, τα φάρμακα, αλλά και τη νοσηλεία, είναι πολύ χαμηλότερα.

Είναι δε προφανές ότι η διαφοροποίηση αυτή αντανακλά τη διαφορετική πολιτική της χώρας στο ζήτημα των συμβάσεων (περιορισμένος αριθμός συμβεβλημένων ιατρών έναντι καθολικών συμβάσεων με εργαστήρια, φαρμακεία κ.λπ.), την καθυστέρηση στην εφαρμογή του θεσμού του οικογενειακού ιατρού και γενικά την αναβολή στην υλοποίηση της τόσο απαραίτητης μεταρρύθμισης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας.