Ο Αλέκος Τζανετάκος, αναδείχθηκε μέσα από δευτεραγωνιστικούς ρόλους, πλαισιώνοντας ιερά τέρατα του ελληνικού κινηματογράφου. Έπαιζε συνήθως τον «ατίθασο» και «επιπόλαιο νέο» ενώ από τις πιο κωμικές του ερμηνείες του ήταν ως «καρπαζοαρπάχτρας»

«Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του. Είχε μακρύ χέρι σαν παντόφλα και όταν το σήκωνε για να αμολήσει τον κεραυνό (τη σφαλιάρα), γινότανε σεισμός οκτώ Ρίχτερ και τα μάτια μου έβλεπαν αστράκια στον αέρα. Του έλεγα: ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;» έχει πει σε συνέντευξή του.

Γεννήθηκε το 1937 σε μια πολύτεκνη οικογένεια που έχασε τον πατέρα της. Από τα πέντε παιδιά ήταν το μόνο αγόρι και προκειμένου να βοηθήσει τη μητέρα του να μεγαλώσει τις 4 αδερφές του, έπρεπε το πρωί να δουλεύει ενώ το βράδυ φοιτούσε στο νυχτερινό γυμνάσιο.

«Άρχισα κι εγώ να δουλεύω κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων, δεν ντρεπόμουν, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα. Θυμάμαι τη μάνα μου που μας έκοβε μία μικρή φέτα ψωμί, την έβρεχε και την πασπάλιζε με ζάχαρη ή κάποιες φορές την άλειφε με θρεψίνη και περιμέναμε πότε θα ’ρθει η Κυριακή να φάμε κρέας με μακαρόνια, μετά το κατηχητικό» είχε δηλώσει σε συνέντευξη του. «Όλη την εβδομάδα ξυποληταριό, δεν υπήρχαν παπούτσια, την Κυριακή μόνο μας έβαζε η μάνα μας τα άσπρα καλτσάκια και τα λουστρινένια παπούτσια για να πάμε στην εκκλησία. Κοιμόμασταν στρωματσάδα στην αυλή και από πάνω είχαμε φτιάξει ένα καφασωτό όπου ήταν απλωμένο ένα τεράστιο γιασεμί ανατολίτικο και μοσχοβολούσε καθώς μας έπαιρνε ο ύπνος» συνεχίζει.

Οι δύο από τις αδελφές του δούλευαν στο χώρο του θεάματος ως ως «Τζάνετ Σίστερς». Βλέποντας να έχουν καλό εισόδημα από την ενασχόλησή τους με τον καλλιτεχνικό χώρο , ο Αλέκος αποφάσιζει και ο ίδιος να επιδιώξει να αποκτήσει μερίδιο στον ίδιο χώρο. Έτσι αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική στη Δραματική Σχολή του «Θεάτρου Τέχνης- Κάρολος Κουν» μαθητεύοντας πλάι στον Βολονάκη, τον Χατζηδάκι και άλλους σημαντικούς δασκάλους ενώ στη συνέχεια γράφτηκε και την Ανωτέρα Σχολή Κινηματογράφου του Λυκούργου Σταυράκου.

«…την άλλη μέρα καταφθάνει στο σπίτι μας μία κούρσα και βγαίνει από μέσα ένα ζευγάρι, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του θεάτρου και μία θεατρίνα που λεγόταν Πέρσα Βλάχου. Είμαστε από το θέατρο Μισούρη και ήρθαμε να σας κάνουμε μία πρόταση, να πάρουμε τα κορίτσια στο θέατρο. Όχι, του λέει η μάνα μου, τι θα πεhttps://www.youtube.com/watch?v=ow4HTEYTiUkι η γειτονιά; Βγάζει από την τσέπη του δέκα χρυσές λίρες, ορίστε, της λέει της μάνας μου, και μία προκαταβολή. Της γυάλισε της μάνας μου το μάτι, δέκα χρυσές λίρες, μεγάλο ποσό για την εποχή! Εκεί η μανούλα μου λύγισε» διηγείται ο ίδιος.

Έκανε πολλές ταινίες με την Φίνος-Φιλμ, ωστόσο επειδή δεν είχε παίξει ποτέ κανέναν πρωταγωνιστικό ρόλο, αποφάσισε να μετακινηθεί στην Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 αποσύρθηκε από το θέατρο και τον κινηματογράφο και ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων για βιντεοταινίες, στις οποίες πρωταγωνίστησε. Ο ίδιος έχει παραδεχτεί ότι κέρδισε αρκετά χρήματα από το επάγγελμά του, ώστε να μπορεί να ζει άνετα μέχρι το τέλος.

Ο ίδιος που περιγράφει τον εαυτό του ως «οργισμένο και ανήσυχο πνεύμα» είχε δύο μεγάλα πάθη: τα αυτοκίνητα και τις γυναίκες.

Αγαπούσε ιδιαίτερα την ταχύτητα και γι’ αυτό ξόδευε αρκετά χρήματα στα αυτοκίνητα «Αλλο χόμπι μου είναι τα γρήγορα αυτοκίνητα και οι μοτοσικλέτες, έχω τέσσερις μοτό και τρία αυτοκίνητα. Λάτρης των πιστολιών, έχω τα καλύτερα πιστόλια και τα ακριβότερα, έχω κι ένα κότερο ιταλικό, ένα Καντιέρι Ραφαέλι με δύο μηχανές, πετρελαιομηχανές, και πηγαίνω πορεία εικοσιπέντε με τριάντα μίλια. Τα καλοκαίρια το γεμίζω με όμορφες κοπελιές και αλωνίζουμε τα νησιά»

Αν και δεν ήταν από τους ζεν-πρεμιέ του κινηματογράφου είχε μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες αφού όπως αποκάλυψε στην αυτοβιογραφία του «αρραβωνίαστηκε 17 φορές. «Ιδανικός για σύζυγος, αλλά δεν παντρεύτηκα ποτέ, δεν ξέρω τι φταίει. Πάντα είμαι έτοιμος να ανέβω τα σκαλιά της εκκλησίας, δεν φοβήθηκα ποτέ, πιστεύω στην οικογένεια, λατρεύω τα παιδιά. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ισως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Αραβες» όπως ανέφερε.

Έφυγε από τη ζωή στις 11 Απριλίου του 2010, σε ηλικία 73 ετών.