Οι ελληνικές θέσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας μέχρι και το 2017 και θέματα σχετικά με το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής απασχόλησαν τη «μυστική» συνάντηση που είχαν στο Παρίσι στις 3 Ιουνίου ο υπουργός Οικονομικών Γ.Στουρνάρας, ο πρωθυπουργικός σύμβουλος Στ.Παπασταύρου, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος για το ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν.

Η συνάντηση επιχειρήθηκε να κρατηθεί μυστική από την ελληνική πλευρά, αλλά την επιβεβαίωσε με τον πλέον επίσημο τρόπο την Πέμπτη ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ, Τζέρι Ράις. Μάλιστα, εξέθεσε τον υπουργό Οικονομικών κ. Γ. Στουρνάρα ο οποίος μία ώρα νωρίτερα από την ανακοίνωση του ΔΝΤ είχε αρνηθεί στους δημοσιογράφους ότι συνάντησε την Κριστίν Λαγκάρντ. Συνόδευσε δε τη διάψευση του ραντεβού με τη φράση «εγώ ψέματα δεν λέω».

Σε κάθε περίπτωση η επιβεβαίωση του ραντεβού έγινε με προσωπική απόφαση της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ και δεν ήταν σε γνώση του Πόουλ Τόμσεν (ταξίδεψε από την Ουάσιγκτον στο Παρίσι για να παραστεί στη συνάντηση) ο οποίος είχε συνεννοηθεί με τον κ. Στουρνάρα να μην γνωστοποιήσουν τη συνάντηση.

Σύμφωνα με πληροφορίες του in.gr πρωταγωνιστικό πρόσωπο στο ραντεβού των Παρισίων ήταν ο πρωθυπουργικός σύμβουλος Σταύρος Παπασταύρου ο οποίος αναλαμβάνει πλέον το βάρος της διαπραγμάτευσης της διευθέτησης του ελληνικού χρέους και ο οποίος στο συγκεκριμένο ραντεβού παρουσίασε στην Κριστίν Λαγκάρντ τις βασικές ελληνικές θέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά και για το θέμα του τρίτου προγράμματος στήριξης της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ.

Το ΔΝΤ τοποθετεί στα 13 δισ. ευρώ το χρηματοδοτικό κενό του ελληνικού προγράμματος για την περίοδο Ιουνίου 2015- Ιουνίου 2016, ενώ εκτιμά πως το μαξιλάρι των αδιάθετων 11 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα πρέπει να διατηρηθεί για την κάλυψη πιθανών πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών των ελληνικών τραπεζών.

Οι ανάγκες αυτές θα καταδειχθούν από τα τεστ αντοχής που διενεργεί η ΕΚΤ και τα οποία θα ολοκληρωθούν στα τέλη Σεπτεμβρίου.

Εάν προκύψει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα χρειασθούν πχ 5 δισ. ευρώ πρόσθετων κεφαλαίων, τότε η κυβέρνηση θα μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνον τα 6 δισ. ευρώ του ΤΧΣ για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της κάτι που σημαίνει πως θα πρέπει να βρει από κάποια άλλη πηγή τα υπόλοιπα 7 δισ. ευρώ.

Το ΔΝΤ, η ΕΕ και η ΕΚΤ πιέζουν την Ελλάδα να αποδεχθεί ένα νέο δάνειο και ένα νέο Μνημόνιο και να λάβει τα χρήματα αυτά από τον ESM και όχι από τις αγορές, καθώς το υψηλό κόστος δανεισμού θα ανέτρεπε το πλάνο βιωσιμότητας του χρέους.

Η κυβέρνηση θέλει να καθυστερήσει τη λήψη αυτής της απόφασης και να τη λάβει την «ύστατη ώρα» και εφόσον όλα τα στοιχεία δείξουν πως είναι αναπόφευκτη η χορήγηση νέας δανειακής στήριξης από την ευρωζώνη.

Το θέμα της λήψης νέου δανείου έχει αντίκτυπο και στην άσκηση για τη μείωση του ελληνικού χρέους κάτω από το 110% του ΑΕΠ έως το 2022.

Σε κάθε περίπτωση η λύση που συζητούν Αθήνα-Βρυξέλλες-Ουάσιγκτον για το ελληνικό χρέος δεν συνιστά άμεσο κούρεμα του χρέους, αλλά οδηγεί σε μείωση της καθαρής παρούσας αξίας του (net present value) μειώνοντας μεσοπρόθεσμα τις δαπάνες για τόκους.

Προβλέπει συγκεκριμένα την επέκταση των λήξεων των ομολόγων του EFSF (ύψους 133,6 δισ. ευρώ) και του GLF (ύψους 52,9 δισ. ευρώ) από τα 30 στα 50 έτη.

Ακόμη προβλέπει την επέκταση της περιόδου χάριτος από τα 10 στα 17 έτη, αλλά και τη μείωση του επιτοκίου στα δάνεια του GLF που σήμερα ανέρχεται στις 50 μονάδες βάσης επί του τρίμηνου Euribor ή εναλλακτικά, την αλλαγή των επιτοκίων σε σταθερά από κυμαινόμενα.

Η επιμήκυνση των δανείων του EFSF και του GLF κατά 20 χρόνια και η παρέμβαση στα επιτόκια των διμερών δανείων οδηγεί σύμφωνα με υπολογισμούς σε μείωση του χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας κατά 26 δισ. ευρώ ή 14% του ΑΕΠ.

Θανάσης Κουκάκης

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ