Αμετάβλητο στο 1,50% διατήρησε την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το παρεμβατικό της επιτόκιο, όπως άλλωστε αναμενόταν από την αγορά και η προσοχή στράφηκε στη συνέντευξη Τύπου του Ζαν-Κλοντ Τρισέ, την τελευταία που παραχωρεί ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης ως πρόεδρος της ΕΚΤ, καθώς από την 1η Νοεμβρίου αναλαμβάνει επικεφαλής ο Ιταλός Μάριο Ντράγκι.

Ο κ. Τρισέ ανακοίνωσε μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας, ξεκινώντας την παροχή 12μηνων και 13μηνων δανείων προς τις τράπεζες και την επαναγορά καλυμμένων ομολόγων ύψους 40 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα, η ΕΚΤ θα προσφέρει στις τράπεζες 12μηνο δάνειο, αρχής γενομένης απ’ αυτό το μήνα και ένα δεύτερο δάνειο, διάρκειας 13 μηνών, τον Δεκέμβριο.

Τελευταία φορά που προσέφερε ρευστότητα στις τράπεζες για περίοδο 12 μηνών ήταν στα τέλη του 2009.

Πρόκειται για δύο νέα προγράμματα πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης. Και τα δύο θα έχουν σταθερό επιτόκιο.

Επίσης, θα προχωρήσει από το Νοέμβριο σε αγορά «καλυμμένων» ομολόγων (τα ομόλογα με εγγύηση στεγαστικά ή άλλα δάνεια) ύψους 40 δισ. ευρώ, επανενεργοποιώντας το πρόγραμμα ύψους 60 δισ. ευρώ που εφάρμοσε μεταξύ του 2009 και του 2010.

Ο κ. Τρισέ ανέφερε είπε ότι η τράπεζα θα δαπανήσει 40 δισ. ευρώ από το Νοέμβριο και για 12 μήνες, με αγορές τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή αγορά, εκτιμώντας ότι η κίνηση αυτή θα διασφαλίσει την ανεμπόδιστη παροχή ρευστότητας στις αγορές.

Το προηγούμενο πρόγραμμα αγοράς καλυμμένων ομολόγων διήρκεσε από τον Ιούνιο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2010, με το μηνιαίο ύψος των αγορών να είναι σταθερά γύρω στα 5 δισ. ευρώ.

Η μόχλευση του EFSF δεν είναι θέμα της ΕΚΤ

Είναι θέμα των κυβερνήσεων και όχι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η μόχλευση του μηχανισμού διάσωσης της ευρωζώνης, του EFSF, δήλωσε την Πέμπτη ο πρόεδρός της Ζαν Κλοντ Τρισέ.

Ερωτηθείς για τις προτάσεις που ακούγονται σύμφωνα με τις οποίες η ΕΕ θα πρέπει να βρει κάποιον τρόπο μόχλευσης του EFSF, ώστε να δανείζει περισσότερα κεφάλαια, ο Τρισέ είπε ότι η ΕΚΤ «δεν θεωρεί ότι θα ήταν πρέπον για την κεντρική τράπεζα να προχωρήσει σε μόχλευση του EFSF».

Βάσει των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου, η χρηματοδοτική ικανότητα του EFSF θα αυξηθεί στα 440 δισ. ευρώ και ο μηχανισμός θα έχει την δυνατότητα να αγοράζει ομόλογα από την αγορά, να προσφέρει χρηματοδότηση σε τράπεζες με προβλήματα ρευστότητας και να δανείζει κράτη με οικονομικά προβλήματα.

Κάποιοι αξιωματούχοι και πολιτικοί επιμένουν να μιλούν για την ανάγκη μόχλευσης του μηχανισμού, ώστε να αυξηθεί η χρηματοδοτική του ικανότητα στα 2 τρισ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι ο Τρισέ δήλωσε και νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι δεν τάσσεται υπέρ της χρηματοδότησης του EFSF μέσω της ΕΚΤ.

Πιο «ευέλικτη» η ΕΚΤ μετά την αλλαγή φρουράς

Η αλλαγή φρουράς στην προεδρία της ΕΚΤ εκτιμάται ότι θα συνοδευτεί και από την αλλαγή στρατηγικής της κεντρικής τράπεζας προς μία πιο ευέλικτη κατεύθυνση, την ίδια ώρα που εντείνονται οι πιέσεις για μείωση των επιτοκίων.

Ο κ. Τρισέ κατηγορήθηκε ότι άλλαζε εύκολα θέσεις για πολύ σημαντικά θέματα, με αποτέλεσμα οι πράξεις του να διαψεύδουν τα λεγόμενα του, αν και οι συνθήκες στην Ευρωζώνη τα δύο τελευταία χρόνια είναι πολύ δύσκολες και προφανώς απαιτούν και τη λήψη έκτακτων μέτρων.

Στο επίκεντρο της κριτικής είναι και το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, το οποίο προκάλεσε και τις παραιτήσεις των Γερμανών «γερακιών», Άξελ Βέμπερ και Γιούργκεν Σταρκ. Ο κ. Βέμπερ θεωρείτο ο επικρατέστερος διάδοχος του Τρισέ στην προεδρία της ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ έχει δαπανήσει 160 δισ. ευρώ σε αγορές ομολόγων της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας. Πολλοί αναλυτές και οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για «χαμένα λεφτά», καθώς, παρά την πρόσκαιρη ανακούφιση, δεν προσέφεραν κάτι ιδιαίτερο στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους.

Καθώς επιδεινώνεται η κρίση χρέους στην Ευρωζώνη και εντείνονται οι φόβοι για ενδεχόμενη ελληνική πτώχευση, η ΕΚΤ πιέζεται να στηρίξει την αγορά ομολόγων είτε απευθείας είτε μέσω του μηχανισμού ευρωστήριξης EFSF.

Η ΕΚΤ έχει αυξήσει δύο φορές εφέτος το παρεμβατικό της επιτόκιο. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι μέχρι το τέλος του έτους θα προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων, κατά τουλάχιστον 0,25%.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ