Ο Μαρσέλο Άλβαρες, ένας από τους πιο λαμπρούς χαρισματικούς τενόρους όλων των εποχών, θα δώσει ένα σόλο κοντσέρτο στις 6 Δεκεμβρίου στο Μ.Μ.Α. Θα ερμηνεύσει έργα των: Τζουζέπε Βέρντι, Τζάκομο Πουτσίνι, Ουμπέρτο Τζορντάνο και Ζιλ Μασνέ.
Συμπράττει η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τον Αντζελο Καβαλάρο.
Από την Κόρντομπα της Αργεντινής, όπου γεννήθηκε, στο Teatro La Fenice της Βενετίας, όπου έκανε την πρώτη του εμφάνιση, η διαδρομή ήταν μακριά και αναπάντεχη, αλλά από εκεί και μετά οι ταχύτητες ήταν ασύλληπτες: Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, Τεάτρο αλά Σκάλα στο Μιλάνο, Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, Όπερα της Βαστίλης στο Παρίσι, Βαυαρική Κρατική Όπερα στο Μόναχο, Κρατική Όπερα της Βιέννης, Τεάτρο Κολόν στο Μπουένος Άιρες, Τεάτρο Λισέου της Βαρκελώνης, Όπερα του Βερολίνου, Αρένα της Βερόνας.

Ο Άλβαρες στερέωσε πρώτα τη διεθνή του φήμη σε λυρικούς ρόλους –Δούκας στον Ριγολέτο, Εντγκάρντο στην Λουτσία ντι Λαμερμούρ, Βέρθερος, Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Φάουστ- και στη συνέχεια κέρδισε, τα τελευταία χρόνια, τις πιο ενθουσιώδεις κριτικές και τα πιο παρατεταμένα χειροκροτήματα, για τις ερμηνείες του στο ρεπερτόριο λίρικο σπίντο σε απαιτητικούς ρόλους: Μανρίκο στον Τροβατόρε, Ροντόλφο στην Λουίζα Μίλερ, Ρικάρντο στον Χορό Μεταμφιεσμένων, Καβαραντόσι στην Τόσκα, Δον Χοσέ στην Κάρμεν, Ρανταμές στην Αϊντα, Μαουρίτσιο στην Αντριάνα Λεκουβρέρ, και τον ομώνυμο ρόλο στον Αντρέα Σενιέ.

«Μια φωνή φτιαγμένη για τον Βέρντι, κάτι σπάνιο στον κόσμο της όπερας σήμερα, με ένταση και σφρίγος που είχαμε να ακούσουμε από τις καλές μέρες του Πλάσιντο Ντομίνγκο», αποφάνθηκαν οι κριτικοί περιγράφοντας το πάθος και την αβίαστη δύναμη του τραγουδιού του, τον λυρισμό του, την άνεση, την κομψότητα και την αρρενωπότητα των ερμηνειών του. Το κοινό τον λατρεύει και παραληρεί για την αυθεντικότητά του, για την ικανότητά του να υποστηρίζει τον ήχο με μια ανάσα και να τον εκπέμπει αέρινο, για τη χαρά που μεταδίδει από τη σκηνή. «Καταφέρνει να τραγουδάει συναισθήματα που άλλοι δεν τολμούν ούτε να δοκιμάσουν», γράφτηκε πρόσφατα στον βρετανικό «Γκάρντιαν».

Όσο συναρπαστική είναι η φωνή και η σκηνική παρουσία του Μαρσέλο Άλβαρες, άλλο τόσο είναι και η ιστορία της ζωής του. Η καριέρα του έχει διαψεύσει σχεδόν όλους τους κανόνες στον κόσμο της κλασικής μουσικής. Οι περισσότεροι λυρικοί τραγουδιστές κατακτούν την επιτυχία μετά από πολλά χρόνια σπουδών, δουλειάς και δικτυώσεων. Ο Άλβαρες δεν είχε ακούσει όπερα μέχρι τα τριάντα του ούτε είχε διανοηθεί να κάνει καριέρα τραγουδιστή και ενώ άλλοι ιδρώνουν για να αγγίξουν την κορυφή, εκείνος έκανε έναν άνετο περίπατο για να την φτάσει.

Γεννήθηκε το 1962 στην Κόρντομπα, 650 χλμ. βορειοδυτικά του Μπουένος Άιρες, σε μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με τη μουσική. Όταν ήταν 5 ετών οι γονείς του τον έστειλαν στο μουσικό σχολείο που είχε ανοίξει μόλις στην πόλη του και εκεί, μέχρι τα 17 του, επί πέντε ώρες την ημέρα, μελετούσε θεωρία και τραγουδούσε στην χορωδία, για να γίνει –όχι μουσικός- αλλά δάσκαλος της μουσικής.

Δεν έγινε δάσκαλος της μουσικής, απέκτησε πτυχίο οικονομικών και ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση κατασκευής επίπλων αποικιακού στιλ. Για 13 χρόνια δεν ξαναασχολήθηκε με τη μουσική και μόνο τα βράδια συναντούσε τους φίλους του στα μπαρ και έκανε μιμήσεις με τα συγκροτήματα παλιών συμμαθητών του: Ντέμη Ρούσου, Bee Gees, τάνγκο, ροκ, λαϊκά τραγούδια, ανδρικές και γυναικείες φωνές. Οι φίλοι διασκέδαζαν και κερνούσαν τα ποτά.

Στα 30 του άρχισε να μην του αρέσει η ζωή που έκανε, ήθελε να τραγουδάει, αλλά έψαχνε κάτι άλλο και τότε πέρασε από την Κόρντομπα ένας τενόρος. Κάποιοι συγγενείς του Άλβαρο τον κατάφεραν να πάει για ακρόαση και πήγε απροετοίμαστος. Ο τενόρος και μια καθηγήτρια λυρικού τραγουδιού του ζήτησαν να τραγουδήσει το «O sole mio», δεν το ήξερε, του αντιπρότειναν το « Torna a Sorento», ούτε κι αυτό το ήξερε και στο τέλος τραγούδησε ένα αργεντίνικο στρατιωτικό τραγούδι. Ο τενόρος εντυπωσιάστηκε, η καθηγήτρια τον ανέλαβε, εκείνος στην αρχή πήγαινε στο μάθημα μετά το εργοστάσιο επίπλων, με τα ροκανίδια στα μαλλιά και στο τέλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την οικογενειακή επιχείρηση.

Ένα χρόνο αργότερα ο τενόρος επισκέφτηκε πάλι την Κόρντομπα, τον άκουσε και τον παρότρυνε να δοκιμάσει την τύχη του στο Μπουένος Άιρες. Εκεί συνάντησε τον Ιταλό τενόρο, Τζουζέπε ντι Στέφανο, ο ποίος έκανε περιοδεία αναζήτησης ταλέντων. «Μου θυμίζεις εμένα στα νιάτα μου», του είπε και τον προέτρεψε να πάει στην Ευρώπη.

Με τη γυναίκα του, δυο βαλίτσες και 6.000 δολάρια έφτασαν το 1995 στο Μιλάνο, εγκαταστάθηκαν σε έναν ξενώνα νέων και τριγυρνούσαν στην Piazza del Duomo μέχρι που συνάντησαν ένα Αργεντινό δάσκαλο μουσικής, ο οποίος του εξασφάλισε συμμετοχή σε έναν διαγωνισμό τραγουδιού. Κέρδισε το πρώτο βραβείο, που του άνοιξε την πόρτα του Teatro La Fenice της Βενετίας. Εκεί του έδειξαν το πρόγραμμα της χρονιάς και του ζήτησαν να διαλέξει ρόλο. Διάλεξε τον Ελβίβο στην Σονάμπουλα του Μπελίνι. Και έτσι με έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους τενόρου που γράφτηκαν ποτέ, άρχισε η καριέρα του. Από εκεί και μετά οι πόρτες άνοιγαν χωρίς να τις χτυπήσει.

Το 1998 έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν στο ρόλο του Αλφρέντο στην Τραβιάτα και την ίδια χρονιά, με τον ίδιο ρόλο, στην Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης στην παραγωγή του Φράνκο Τζεφιρέλι, με μαέστρο τον Τζέιμς Λιβάιν. Δυο χρόνια αργότερα, όταν τραγούδησε στα «Παραμύθια του Χόφμαν» του Όφενμπαχ, αποκαλύφθηκε και ένας εξαιρετικός ηθοποιός. «Ποτέ δεν μελέτησα οτιδήποτε, με οδηγεί η διαίσθησή μου. Δεν αρκεί να μου πει ο σκηνοθέτης τι να κάνω, πρέπει να το καταλάβω, να το αισθανθώ, να το δοκιμάσω».

Σήμερα, ο Μαρσέλο Άλβαρες, είναι σταρ και δεν κρύβει ότι το απολαμβάνει, αλλά χωρίς καμιά εκζήτηση. Όσοι τον γνωρίζουν λένε ότι έχει μια ανέμελη σοβαρότητα που συνδυάζεται άψογα με τον αυθορμητισμό του τραγουδιού του. «Πριν την όπερα ήμουν ένας ζορισμένος, αλλά δυστυχισμένος άνθρωπος. Τώρα είμαι ζορισμένος, αλλά ευχαριστημένος», λέει ο ίδιος.

Το πρόγραμμα του Άλβαρες για τη φετινή χρονιά δεν διαφέρει σε κινητικότητα και πυκνότητα από τις προηγούμενες: Τόσκα στην Όπερα της Ζυρίχης, Τόσκα και Τροβατόρε στην Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, Λουίζα Μίλερ στην Όπερα της Βαστίλης στο Παρίσι, Αττίλας στο Τεάτρο αλά Σκάλα, Τόσκα και Αίντα στην Όπερα της Βαλένθια, στην Αρένα της Βερόνα το καλοκαίρι και σόλο κοντσέρτα σε όλο τον κόσμο.

Ο πρώτος του δίσκος με τίτλο «Bel Canto», κυκλοφόρησε από την Sony Classics το 1998 και από τότε ηχογράφησε άλλους τρεις, με την ίδια εταιρία: «Αργεντινό Τάνγκο του Κάρλος Γκαρντέλ», «French Opera Arias» και «Tenor’s Passion», συλλογή από τις πιο δημοφιλείς άριες. Η πιο πρόσφατη δισκογραφική του δουλειά είναι ένας δίσκος του 2008 με άριες του Βέρντι, με την εταιρία Decca

Κυκλοφορούν επίσης τα DVD με τη συμμετοχή του στη Μανόν του Μασνέ, όπου τραγουδάει με την Ρενέ Φλέμινγκ, σε ζωντανή ηχογράφηση από την Όπερα της Βαστίλης, στην Μποέμ από το Τεάτρο αλά Σκάλα, στην Τόσκα από την Αρένα της Βερόνας, στον Ριγολέτο από τον Κόβεντ Γκάρντεν και το Λισέου της Βαρκελώνης, στην Λουτσία ντι Λαμερμούρ από το Σαν Κάρλο της Νάπολης, στον Βέρθερο από την Όπερα της Βιέννης. Θα κυκλοφορήσουν σύντομα τα DVD από την Αντριάνα Λεκουβρέρ από την παράσταση στη Γένοβα και ο Αντρέα Σενιέ από το Παρίσι.