Λονδίνο: Η βιωσιμότητα των ασθενών με οξεία καρδιαγγειακά νοσήματα διαφέρει ριζικά από χώρα σε χώρα, όπως επισημαίνει διεθνής έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο European Heart Journal.

Συγκεκριμένα, ομάδα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου έθεσε υπό παρακολούθηση 12.666 ασθενείς που υπέστησαν οξεία καρδιακά επεισόδια, οι οποίοι προέρχονταν από την Ευρώπη, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.

Αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι ορισμένα νοσοκομεία σε συγκεκριμένες χώρες είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν πολύ γρήγορα νέες μορφές θεραπειών, ενώ αντιθέτως οι αντίστοιχοι ρυθμοί σε νοσοκομεία άλλων χωρών ήταν πολύ πιο αργοί, παρά τις επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες.

Για παράδειγμα, η πιθανότητα διεξαγωγής αγγειοπλαστικής με τη χρήση μπαλονιού ήταν 40% πιθανή να πραγματοποιηθεί σε κάποιο νοσοκομείο των ΗΠΑ, 35% σε νοσοκομείο της Ευρώπης, 34% σε νοσοκομείο της Βραζιλίας και της Αργεντινής και 25% σε νοσοκομείο της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και του Καναδά.

Διαφορές εντοπίστηκαν επίσης και όσον αφορά τη χορήγηση των αντιθρομβωτικών φαρμάκων, γνωστών ως αναστολέων των γλυκοπρωτεινών ΙΙb/IIIa. Συγκεκριμένα, το έτος 2001 το 52% των Αμερικανών ασθενών που υπέστησαν έμφραγμα ακολούθησαν θεραπεία με τα εν λόγω φάρμακα, όταν το αντίστοιχο ποσοστό ασθενών στην Ευρώπη ήταν 27% και στην Αυστραλία, τον Καναδά και τη Βραζιλία 20%.

Επιπλέον, η χορήγηση ηπαρίνης αφορούσε το 63% των Ευρωπαίων καρδιοπαθών αλλά μόλις το 19% των Αμερικανών, ενώ, τέλος, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς της έρευνας ακολούθησαν θεραπεία με στατίνες (τα γνωστά αντιλιπιδαιμικά φάρμακα) παρότι δεν υπάρχουν κατευθυντήριες οδηγίες που να ενισχύουν μια τέτοια πρακτική.

health.in.gr