Λονδίνο: «Η τηλεϊατρική θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την περικοπή του αριθμού των ασθενών που είναι αναγκαίο να επισκεφθούν έναν ειδικό ιατρό στο νοσοκομείο, ελαττώνοντας έτσι το χρόνο αναμονής που συνεπάγεται η μακροσκελής λίστα των νοσοκομείων». Η εν λόγω διαπίστωση προέρχεται από μελέτη Ιρλανδών ερευνητών, που δημοσιεύθηκε στην ιατρική επιθεώρηση British Journal of General Practice.

Οι ερευνητές μελέτησαν 100 ασθενείς που έπασχαν από ρευματολογικά νοσήματα και κατέληξαν ότι η διάγνωση μέσω της τηλεϊατρικής είχε ακρίβεια που άγγιζε το 97% , ενώ η αντίστοιχη ακρίβεια της τηλεφωνικής διάγνωσης δεν ξεπερνά το 71% . Αλλωστε, στα 2/3 των ασθενών που τίθεται τηλεφωνική διάγνωση οι ιατροί συνιστούν και κλινική εξέταση.

Τόσο οι θεράποντες ιατροί όσο και οι ασθενείς που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με τη μέθοδο, αν και το 42% των πασχόντων ανέφερε ότι θα επιθυμούσε και την προσωπική επαφή με τον ιατρό.

«Μολονότι οι ασθενείς δεν είναι το ίδιο ευχαριστημένοι με τους ιατρούς, όσον αφορά στη χρήση της τηλεϊατρικής για την επίλυση ιατρικών προβλημάτων, τα ποσοστά είναι ενθαρρυντικά και πιστεύουμε ότι υποδηλώνουν πως η «τηλεοπτική ιατρική καθοδήγηση» των ασθενών με ρευματολογικά νοσήματα πιθανότατα θα αποτελέσει καλή εναλλακτική της επίσκεψης στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων. Αποδείξαμε ότι η διάγνωση των ρευματολογικών παθήσεων μέσω τηλεϊατρικής είναι ακριβής και αποδεκτή τόσο από τους ιατρούς όσο και από τους ασθενείς» δήλωσε στο BBC ο Δρ Πολ Λέγγετ, που συμμετείχε στη μελέτη.

Οι ερευνητές αναφέρουν παρόμοια αποτελέσματα και στην περίπτωση της εφαρμογής της μεθόδου σε δερματολογικά περιστατικά.

Η πλειονότητα των γιατρών συμφωνεί ότι η τηλεϊατρική θα χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο, χάρη στις πολυάριθμες εφαρμογές της. Μέχρι σήμερα έχει φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη ως πολύτιμο μέσο σύνδεσης των μικρών επαρχιακών νοσοκομείων ή των γενικών γιατρών με εξειδικευμένους γιατρούς και κεντρικά νοσοκομεία.

health.in.gr