36

Η λήψη αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα κατά τις απογευματινές ώρες, αντί για τις πρωινές, ενδέχεται να μειώνει στο μισό την πιθανότητα σωστής διάγνωσης του διαβήτη, όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα. Οι συγγραφείς του σχετικού άρθρου, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Journal of the American Medical Association, τονίζουν ότι η συγκέντρωση της γλυκόζης μειώνεται φυσιολογικά το απόγευμα και τα άτομα που εξετάζονται μετά το μεσημέρι συχνά δεν τηρούν τη νηστεία που απαιτείται για να εξαχθούν σωστά συμπεράσματα.

Όπως αναφέρει το EurekAlert.com, ερευνητές του Εθνικού Κέντρου Διαβήτη και Ασθενειών του Πεπτικού Συστήματος και των Νεφρών των ΗΠΑ ανέλυσαν τα στοιχεία περίπου 13.000 ατόμων άνω των 20 ετών, τα οποία δεν είχε διαγνωστεί ότι πάσχουν από διαβήτη. Χώρισαν τα άτομα αυτά σε δύο ομάδες, με την ίδια κατανομή όσον αφορά στο οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, στην εθνικότητα, στο ποσοστό λίπους και άλλους παράγοντες που σχετίζονται με την ασθένεια.


Από τα άτομα της πρώτης ομάδας, που εξετάστηκαν το πρωί, ζητήθηκε να μην καταναλώσουν τίποτα άλλο εκτός από νερό μετά τις 20:30 το προηγούμενο βράδυ. Η μέση διάρκεια της νηστείας αυτής της ομάδας ήταν 13,5 ώρες.


Τα άτομα της δεύτερης ομάδας χωρίστηκαν σε δύο υποομάδες και εξετάστηκαν είτε αργά το μεσημέρι είτε το απόγευμα. Η μέση διάρκεια της νηστείας σε αυτή την ομάδα -καθορισμένη ώστε να ανταποκρίνεται στις συνήθειες των εξεταζόμενων- ήταν επτά ώρες.


Η ανάλυση των αποτελεσμάτων αποκάλυψε ότι τα επίπεδα της γλυκόζης στα άτομα της πρώτης ομάδας ήταν υψηλότερα από τα αντίστοιχα της δεύτερης ομάδας, με μέση διαφορά 0,28mmol/λίτρο (5,0mg/δεκατόλιτρο).


Τα διαγνωστικά κριτήρια για το διαβήτη πληρούσε το 2,8% των ατόμων της πρώτης ομάδας και μόνο το 1,4% της δεύτερης. Από τα αποτελέσματα αυτά είναι προφανές ότι η απογευματινή εξέταση απέτυχε να εντοπίσει περίπου τους μισούς διαβητικούς που συμμετείχαν στη μελέτη.


Για το λόγο αυτόν, οι συγγραφείς του άρθρου θεωρούν πως τα ανώτερα φυσιολογικά επίπεδα της γλυκόζης πρέπει να είναι στις απογευματινές εξετάσεις χαμηλότερα κατά 0.67 mmol/L (12 mg/dL). Η ανώτερη φυσιολογική συγκέντρωση έχει καθοριστεί στα 7.0 mmol/L (126 mg/dL) .


Τονίζουν, παράλληλα, ότι οι εξεταζόμενοι πρέπει να νηστεύουν περίπου δέκα ώρες πριν από τη λήψη αίματος και πρέπει να διεξάγονται επαναληπτικές εξετάσεις για να επιβεβαιώνονται τα αρχικά συμπεράσματα.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ