Ο μοσχοπλυμένος

Ήξερα κάποιον
που ήμουν πρόθυμος να τον συγχωρήσω
για τα βρώμικα
χέρια του
αυτός όμως
επέμενε
να πλένεται δημόσια
απ’ την κορφή ως τα νύχια
κι ύστερα με το ροδαλό απ’ το
πολύ τρίψιμο δάχτυλό του
να δείχνει
άλλους

Τότε
δεν μπορούσα να δω άλλο τίποτα
απ’ το δέρμα του
πούχε ξεραθεί και γεμίσει ραγάδες
απ’ το πολύ
το πλύσιμο

(Έριχ Φρηντ, Φωνές χωρίς πατρίδα, επιλογή και μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδόσεις Κάλβος)

Αυτοκριτική δημόσια, λοιπόν, από κορυφής μέχρις ονύχων, από ανθρώπους ανέντιμους και ανήθικους.

Κι αμέσως μετά, το δάχτυλό τους, τριμμένο όσο δεν πάει, καθάριο, κουνιέται απειλητικά, δείχνοντας τους άλλους.

Πώς να τους συγχωρήσεις μετά;

Πώς να παραβλέψεις τα ανομήματά τους;

Πώς να μη βλέπεις πάνω τους τίποτ’ άλλο από ένα δέρμα ρυτιδιασμένο;

Πώς να μη βλέπεις τα κομμάτια τους που πέφτουν από το πολύ καθάρισμα;