Μετά τη γενική επισκόπηση που πραγματοποιήσαμε στο προηγούμενο άρθρο μας αναφορικά με την εμφάνιση και τη διάδοση της γραφής στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο την 4η-3η χιλιετία π.Χ., μπορούμε τώρα να εξετάσουμε πιο διεξοδικά την κατάσταση που επικρατούσε την αντίστοιχη περίοδο στον ελλαδικό χώρο. Εδώ το ενδιαφέρον των μελετητών μονοπωλούν αφενός η Κρήτη και αφετέρου η νότια ηπειρωτική Ελλάδα, όπου άνθησαν ως γνωστόν ο μινωικός και ο μυκηναϊκός πολιτισμός αντίστοιχα.

Κατ’ αρχάς, από απόψεως γραφειοκρατικής οργάνωσης κατά τη διάρκεια της 3ης χιλιετίας π.Χ., η Κρήτη μειονεκτεί κατά πολύ –βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων– έναντι των περιοχών που βρίσκονται ανατολικά και νότια αυτής, εκτός του ελλαδικού χώρου, ενώ παρουσιάζει υστέρηση ακόμα και έναντι των περιοχών της νότιας ηπειρωτικής Ελλάδας. Όμως, η εικόνα αυτή έμελλε να αλλάξει άρδην με την έλευση της 2ης χιλιετίας π.Χ. και τη ριζική μεταβολή της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας στη μεγαλόνησο. Στις αρχές της εν λόγω χιλιετίας έκαναν τη σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνισή τους σε ορισμένους οικισμούς της Κρήτης (Κνωσός, Φαιστός, Μάλια κ.α.) τα λεγόμενα Παλαιά ή Πρώτα Ανάκτορα, κτιριακά συγκροτήματα χωρίς προηγούμενο στην περιοχή του Αιγαίου από πλευράς μεγαλοπρέπειας και πολυπλοκότητας.

Τους δύο επόμενους αιώνες, μέχρι το 1700 π.Χ. –εκεί περίπου τοποθετείται η καταστροφή τους–, τα μνημειακά αυτά οικοδομήματα λειτούργησαν ως πολιτικά, οικονομικά και θρησκευτικά κέντρα, ως πυρήνες των πρώτων κρατών που σχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν στον αιγαιακό χώρο. Οι αποθήκες, τα εργαστήρια και οι τελετουργικοί χώροι των Παλαιών Ανακτόρων φανερώνουν την τεράστια ισχύ των τότε ηγεμόνων, την απόλυτη κυριαρχία τους σε όλα τα κοινωνικά πεδία, προπάντων δε σε αυτό της οικονομικής δραστηριότητας.

Φυσική συνέχεια των ανωτέρω ήταν να προκύψουν πολύμορφες νέες ανάγκες στους κόλπους των πρώτων αυτών μινωικών ανακτορικών κοινωνιών. Για την κάλυψή τους έγιναν σημαντικά βήματα προόδου σε τομείς όπως η γεωργία (αλλαγές στα τεχνολογικά μέσα που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια της γης), η κεραμική (χρήση του τροχού) και η μεταλλουργία (ανάμειξη χαλκού και κασσίτερου). Παράλληλα, η κατασκευή ιστιοφόρων επέτρεψε την ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή της Κρήτης στο εκτεταμένο δίκτυο εμπορικών επαφών που είχε αναπτυχθεί στο Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο (διακίνηση μετάλλων, πρώτων υλών, αρωμάτων, υφασμάτων και ξυλείας).

*Στη φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο αρχαιολογικός χώρος της Κνωσού (πηγή: Περιφέρεια Κρήτης).

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η γραφή και η γραφειοκρατία των Μινωιτών και των Μυκηναίων (Μέρος Α’)