Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
weather-icon 21o
Ηλίας Βενέζης: Η σοφία και η γνώση των ανθρωπίνων

Ηλίας Βενέζης: Η σοφία και η γνώση των ανθρωπίνων

Είναι κρίμα να πεθαίνουμε γερόντοι

Έτσι μας ήταν γνωστοί, έτσι τους αγαπούσαμε και τους δύο: η κυρία Αύρα, ο κύριος Σπύρος. Κανένας μας δεν έλεγε ο κ. Θεοδωρόπουλος ή ο Άγις Θέρος. Αυτά ήταν τα τυπικά. Η ζέστη που τους περιέβαλλε, η αγάπη, η δημοτικότητά τους, συμπυκνωνόταν πάντα στα μικρά τους ονόματα. Κι’ έτσι θα τον λέμε τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο, ακόμα και τώρα που έφυγε: ο κύριος Σπύρος. Όπως επί χρόνια πολλά μετά το θάνατό της δεν μπορούσαμε να πούμε η Πηνελόπη Δέλτα, αλλά λέγαμε πάντα η κυρία Δέλτα.

Προχτές, στην εκκλησία του Κεφαλαριού, το απόγεμα, όλα ήταν όπως θα τα ήθελε ο κύριος Σπύρος. Έξω η άνοιξη, οι παπαρούνες και οι μαργαρίτες, η ομορφιά της Αττικής. Και γύρω στο φέρετρό του, απάνω σ’ αυτό, παντού όπου υπήρχε χώρος, λουλούδια πολλά, προπάντων πασχαλιές και κρίνοι. Και πλάι του πολλή αγάπη. Και η κυρά Αύρα να τον κοιτάζη απ’ το τζάμι του φερέτρου, με το λιγοστό φως των ματιών της, με μια γλυκύτητα, με μια τρυφερότητα: «Καλό ταξίδι, φίλε μου».

Αλήθεια, δε γνώρισα ανθρώπους που νάναι τόσο πολύ φίλοι, πάνω από πενήντα χρόνια, που να διατηρήσουν άθικτη –πέρα απ’ την αγάπη– τη φιλία τους όσο αυτοί οι δυο άνθρωποι. Εδώ και ένα μήνα μόλις, είχαμε ανεβεί να τους δούμε στην Κηφισιά. Ο κύριος Σπύρος ήταν πια παράλυτος, ακίνητος στο κρεβάτι του, φρεσκοξυρισμένος όπως πάντα. Μόνο που πια τα μάτια του, που τόσο χαμογελούσαν άλλοτε, ήταν τώρα ακίνητα, ανέκφραστα, σαν γυάλινες σφαίρες. Λέγαμε πως τα μάτια αυτά δεν θα μπορούσαν πια να αναγνωρίσουν πρόσωπα, φυσιογνωμίες, χρώματα. Ωστόσο μας αναγνώρισε, είπε ένα λόγο, ευχαρίστησε, και τα χείλη του σάλεψαν να χαμογελάσουν. Ύστερα κάτι ψέλλισε για στίχους: ότι είχε γράψει νέα τραγούδια, ότι θα πάρουμε σύντομα ένα νέο βιβλίο του. Και η κυρία Αύρα από πάνω του βεβαίωνε πως είναι, ίσως, οι καλύτεροί του στίχοι, «έτσι δεν είναι, Σπύρο;»

Α, αυτοί οι δυο χρυσοί άνθρωποι της οδού Διονύσου της Κηφισιάς, τι παράδειγμα ομορφιάς και και καλωσύνης και αρμονίας εσωτερικής έχουνε δώσει σ’ όσους τους είχαν πλησιάσει! Πώς μπόρεσαν ως τα βαθειά τους γεράματα να μη χαλάσουν σε τίποτα, να μένουν πιστοί ο ένας στον άλλον, ν’ αγαπούνε ο ένας τον άλλον με την ίδια τρυφερότητα των νεανικών τους χρόνων! Θυμούμαι τώρα δα το σφύριγμα του κυρίου Σπύρου. Το θυμόμουνα και προχτές που τον έβλεπα νεκρόν, και πλάι του την κυρία Αύρα. Τις νύχτες, όταν έφθανε ο κύριος Σπύρος, ανεβαίνοντας απ’ την Αθήνα, στην οδόν Διονύσου της Κηφισιάς, μόλις έστριβε την οδόν Όθωνος και έμπαινε στην οδόν Διονύσου, άρχιζε να σφυρίζη. Το έκανε από τον καιρό της νειότης, του έρωτα. Το έκανε και τώρα, στα γεράματα. Ήταν ένα σφύριγμα-σύνθημα, μήνυμα χαρμόσυνο, να το ακούση η κυρία Αύρα πως έρχεται και να τον υποδεχτή. Τα τελευταία χρόνια η κυρία Αύρα δεν μπορούσε πια να το ακούση το σύνθημα. Αλλά ο κύριος Σπύρος δεν ήθελε να το απαρνηθή, δεν ήθελε ν’ απαρνηθή τίποτα απ’ τη νειότη. Και η κυρία Αύρα επίσης δεν ήθελε να νομίση κανείς πως εκείνο το σφύριγμα της οδού Διονύσου έπαψε, ή πως άλλαξε με τους πολέμους και με τα πάθη των ανθρώπων και με τα χρόνια που πέρασαν. Έτσι το σφύριγμα έμενε ουσιαστικά για εμάς, τους άλλους: για τον γείτονά τους τον κ. Αλέκο Μυλωνά που το ξεχώριζε μες σ’ όλους τους ήχους, για τη γυναίκα μου, για μένα, για το παιδί μας που συγκατοικούσαμε τότε με τους Θεοδωρόπουλους. Και η εικόνα τα καλοκαιρινά βράδυα ήταν αυτή: η κυρία Αύρα, σκυμμένη στο πέτρινο τραπέζι του κήπου, έγραφε την κριτική της για τη μουσική ζωή. Ο κύριος Σπύρος, που ερχόταν μες στη νύχτα, σφύριζε ξέροντας πως αυτός ο ήχος επέστρεφε στον εαυτό του. Κι’ εμείς που ήμαστε ευτυχείς να τους βλέπουμε, να τους αγαπούμε και να πλουτίζουμε απ’ το παράδειγμά τους.

Ήταν, τότε, οι καιροί δύσκολοι, μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Τα πάθη, και μεταξύ των λογίων, ήταν φοβερά. Όλα τα κοιμισμένα ένστικτα, οι αδυναμίες, οι ευαισθησίες, τα φιλότιμα, οι πικραμένοι εγωισμοί, όλα σα να είχαν γίνει εγχειρίδιο έτοιμο να σκοτώση. Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα, η οδός Διονύσου διατηρούσε την ανεξικακία, τη γαλήνη της, την πνευματική της αρχοντιά. Ο κύριος Σπύρος, τριγυρισμένος απ’ τα βιβλία του, απ’ το παρελθόν του, απ’ τις συλλογές του των δημοτικών τραγουδιών για τις οποίες τόσα του οφείλουμε, απ’ τις αναμνήσεις του, διάβαζε στίχους ή διώρθωνε χειρόγραφα ή σχολίαζε με απέραντη καλωσύνη γεγονότα και πράξεις, χωρίς θυμό, χωρίς μίσος, με τη συγγνώμη που υπαγόρευε η σοφία και η γνώση των ανθρωπίνων. Το ίδιο και η κυρία Αύρα. Δεν άκουσα ποτέ, σε τόσο στενή ζωή που κάναμε μαζύ, μήτε ένα λόγο πικρό, κακό ή βάναυσο που να βγήκε απ’ το στόμα τους για οποιονδήποτε – ακόμα και για τους λίγους εχθρούς που είχαν. Ή προσπερνούσανε τα άσχημα περιστατικά – κάνοντας σα να μην υπήρχαν. Ή τα σχολίαζαν μ’ ένα πνεύμα συγγνώμης που νομίζω είναι η δυσκολώτερη αρετή του σημερινού ανθρώπου.

Έρχονταν συχνά εκλεκτοί φίλοι να τους συντροφέψουν: ο Άγγελος Σικελιανός, η Άννα Σικελιανού, ο Αλέκος Μυλωνάς, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Γεώργιος Δελής, άλλοι. Η ατμόσφαιρα ήταν πάντα η ίδια, η μοναδική: για την ποίηση, για τη μουσική, για την Ελλάδα, για τον άνθρωπο που θα ’πρεπε να ξαναγίνη άνθρωπος.

Ο κύριος Σπύρος κράτησε το λόγο του. Μια βδομάδα πριν απ’ το θάνατό του μάς έστειλε τους τελευταίους στίχους του, το τελευταίο βιβλίο του: «Εκ βαθέων». Η αφιέρωση είναι γραμμένη από άλλο χέρι, απ’ το χέρι της κυρίας Αύρας, αλλά η υπογραφή είναι με το δικό του.

Ιδού μερικοί απ’ τους στίχους αυτούς τους ύστατους του αποχαιρετισμού:

«Είναι κρίμα να πεθαίνουμε γερόντοι,
και να μας δέχεται δίχως αποσκευές ο Χάρος,
ξεφτισμένους. Πριχού γεράσεις, νέος να ξεκινάς,
νικητής να φτάσεις στην Πύλη την αιώνια,
στ’ άνθος της ηλικίας, με το χαμόγελο στ’ αχείλι
τ’ ανθρώπου που έζησε. Με τις τσέπες σου γεμάτες
από δώρα λογής-λογής για τα παιδιά,
που πάντα περιμένουνε καλούδια μ’ ανοιχτά χέρια.
Είναι κρίμα να πεθαίνουμε γερόντοι.

*Άρθρο του ακαδημαϊκού Ηλία Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Ο κύριος Σπύρος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 25 Απριλίου 1961.

Ο κύριος Σπύρος, ο χρυσός αυτός άνθρωπος της οδού Διονύσου της Κηφισιάς, ήταν ο σπαρτιατικής καταγωγής λογοτέχνης, λαογράφος και πολιτευτής Άγις Θέρος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, 1875/6-1961).

Ο μικρασιατικής καταγωγής λογοτέχνης και ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου) έφυγε από τη ζωή στις στις 3 Αυγούστου 1973, σε ηλικία 69 ετών.

Ο Βενέζης τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας και τον Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών.

*Στη φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν άρθρο, ο Ηλίας Βενέζης (ξυλογραφία του σημαντικού χαράκτη και ζωγράφου Κώστα Γραμματόπουλου).

Sports in

Έξαλλοι στη Μακάμπι: «Λέει ψέματα ο Αταμάν»

Πηγή της Μακάμπι απαντά σε όσα της προσάπτει ο Εργκίν Αταμάν.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Παρασκευή 26 Απριλίου 2024