Η απόφαση να προχωρήσει σε κρυοσυντήρηση ωαρίων, οι φόβοι, οι δεύτερες σκέψεις, το ενδεχόμενο υιοθεσίας ενός παιδιού, η γνώμη των άλλων και η στάση των γονιών της και του συζύγου της Θοδωρή Μαροσούλη.

Το πρώτο βιβλίο της Ελεονώρας Μελέτη «Γυναίκα ψάχνει» είναι αφιερωμένο σε όλες τις σύγχρονες γυναίκες που αποφάσισαν να μην ακολουθούν τα στερεότυπα και το ΟΚ! εξασφάλισε μια αποκλειστική προδημοσίευση.

Break.

Έναν μήνα νωρίτερα,
25 Μαΐου 2017
Το ξυπνητήρι του Θοδωρή χτύπησε αλλά δεν με ξύπνησε. Είχα σηκωθεί αρκετά νωρίτερα από την αγωνία μου. Σήμερα ήταν η μέρα της ωοληψίας, με την οποία και θα έκλεινα το κεφάλαιο της κατάψυξης ωαρίων.

Αισθανόμουν άβολα και αμήχανα. Δεν έχω καταφέρει να εξηγήσω ακόμα τον λόγο, αλλά όλη η διαδικασία έμοιαζε από την αρχή άβολη και αμήχανη. Ήμουν λιγομίλητη και σκεπτική πηγαίνοντας στην κλινική. Αν και με συνόδευσε ο Θοδωρής μέχρι εκεί, του ζήτησα να μην έρθει μέσα μαζί μου. Εξάλλου αυτή ήταν μια διαδικασία που δεν είχε σε τίποτα να κάνει μ’ εκείνον. Είχε μπει στη ζωή μου δυνατά εδώ και λίγες μέρες, ωστόσο από το περασμένο Σάββατο που γνωριστήκαμε του μίλησα ειλικρινά για την απόφασή μου να καταψύξω τα ωάριά μου, όχι γιατί με απασχολούσε το θέμα «παιδί», αλλά γιατί με απασχολούσε το θέμα «ηλικία».

Ήταν κάτι που είχα ξεκινήσει μόνη μου, επειδή το είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου. Ήταν το δώρο μου σ’ εμένα για τα τριακοστά όγδοα γενέθλιά μου. H πρώτη φορά που είχα συζητήσει με τον γιατρό μου για το ενδεχόμενο να καταψύξω τα ωάριά μου ήταν όταν πήγα στα τριάντα τρία. Τότε ενημερώθηκα πως πλέον μια γυναίκα έχει στη διάθεσή της αυτό το όπλο ενάντια στον χρόνο. Είχα ενθουσιαστεί στο πρώτο άκουσμα και είχα ζητήσει από τον γιατρό μου να προβώ αμέσως στη διαδικασία, εκείνος ωστόσο μου είχε προτείνει να περιμένω λίγο ακόμα γιατί, πέρα από τα δεδομένα στην προσωπική μου ζωή, ήταν σίγουρο πως θα άλλαζαν και τα δεδομένα στην ιατρική, εξελίσσοντας ακόμα περισσότερο το κεφάλαιο της ωοκατάψυξης στα χρόνια που θα έρχονταν. Και ναι, τα δεδομένα στην ιατρική άλλαξαν, τα δεδομένα στην προσωπική μου ζωή όχι. Έτσι λοιπόν, όταν ήρθα αντιμέτωπη με τα τριάντα οκτώ, ένιωσα μέσα μου την «υποχρέωση» να τηρήσω την υπόσχεσή μου.

Αρχικά αναρωτήθηκα αν ήθελα να φανώ αξιόπιστη σ’ εμένα την ίδια. Η απάντηση δεν ήταν ξεκάθαρη. Δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να αποκτήσω παιδιά. Είχα μια ζωή που μου άρεσε. Με γέμιζε. Ήμουν πλήρης, ένιωθα ολοκληρωμένη. Δεν μου έλειπε κάτι, δεν μου έλειπε κανείς, δεν ζήλευα τις άλλες γυναίκες που είχαν παιδί, δεν ένιωθα καν ενοχές που έκανα αυτές τις σκέψεις. Η αλήθεια είναι πως ένιωθα άσχημα όταν σκεφτόμουν πως υπάρχουν γυναίκες που μπορεί να θέλουν τόσο ένα παιδί και να μην μπορούν την ώρα που εγώ, προκλητικά στα μάτια πολλών, απέρριπτα το θείο δώρο της μητρότητας που εκείνες στερούνταν παρά τη θέλησή τους. Ήταν όμως αυτό που ένιωθα. Στο ερώτημα «Και τι θα κάνεις αν μια μέρα ξυπνήσεις και θέλεις να κάνεις ένα παιδί, αλλά πλέον είναι αργά;» απαντούσα απλώς πως θα υιοθετούσα. «Και αν γνωρίσεις έναν σύντροφο που θα ήθελε να αποκτήσετε μαζί ένα παιδί;». «Αν με αγαπάει πραγματικά δεν θα τον πειράζει και, αν είναι όντως ο κατάλληλος για μένα, θα θέλει αυτό που θέλω και δεν θα τον πειράζει αυτό που δεν μπορώ» έλεγα στον εαυτό μου αλλά και σε όποιον με ρωτούσε τέτοιες κλασικές και προβλεπόμενες απορίες. Είχα απαντήσεις για όλα. Και όλα μου φαίνονταν απλά και τακτοποιημένα. Επομένως; Γιατί να μπω στη διαδικασία να κάνω ωοκατάψυξη;

Αναρωτιόμουν. Γιατί η ζωή είναι απρόβλεπτη. Είναι αυθόρμητη, είναι γεμάτη εκπλήξεις και οι άνθρωποι εξελισσόμαστε, αλλάζουμε, διαμορφωνόμαστε. Και μόνο αυτό κάνει ό,τι συμβαίνει σήμερα εφήμερο, ό,τι νιώθουμε προσωρινό και όσα πιστεύουμε αβέβαια. Άρα με αυτό το σκεπτικό, οι απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα που νόμιζα πως είχα μπορεί κάποια στιγμή να μην ίσχυαν. Ήταν απλές απαντήσεις σε απλές ερωτήσεις, δεν ήταν τεκμηριωμένες αρχές στηριγμένες σε αποδεδειγμένα ευρήματα. Ήταν απλά θεωρήματα που γεννούσαν τα μέχρι τώρα βιώματα της ζωής μου.

Πάντα πίστευα πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να είμαστε δέσμιοι των λόγων μας ή των συναισθημάτων μας. Και αυτό γιατί και τα δύο έχουν μικρό κύκλο ζωής. Όχι γιατί είμαστε αναξιόπιστοι ή ανώριμοι ή αφελείς, αλλά γιατί αυτή είναι η φύση μας. Οι κωλοτούμπες είναι μέσα στη ζωή, δεν είναι κακό να τις κάνεις, είναι κακό να τις παραβλέπεις από φόβο για το τι θα πουν οι άλλοι. Μόνο και μόνο επειδή η ίδια η ζωή σε πολλά που έχω πιστέψει, έχω πει αλλά και έχω κάνει, με έχει διαψεύσει, αποφάσισα να μην πάρω το ρίσκο. Προσπάθησα να προβλέψω το ενδεχόμενο κόστος που θα είχε στη ζωή μου η απόφαση να μην κάνω ωοκατάψυξη και μια μέρα να θελήσω να αποκτήσω ένα παιδί, ένα δικό μου παιδί, και να μην μπορώ, ενώ είχα όλη τη δυνατότητα και απλώς την προσπέρασα. Δεν ξέρω πώς θα το διαχειριζόμουν. Ήθελα να πάρω τα μέτρα μου και έτσι αποφάσισα να καταψύξω τα ωάριά μου. Πρόκειται για μια διαδικασία απλή, γρήγορη, απαραίτητη για όλες τις γυναίκες που φλερτάρουν επικίνδυνα με τον χρόνο, είτε από επιλογή είτε λόγω συνθηκών. Γιατί δεν είμαστε μόνο εκείνες οι γυναίκες που φτάσαμε ένα βήμα πριν τα σαράντα και συνειδητοποιήσαμε πως αφήσαμε το κεφάλαιο γυναίκα-σύντροφος-μητέρα αρκετά πίσω, είτε εξαιτίας της καριέρας είτε εξαιτίας της φιλοσοφίας μας ή γιατί έτσι νιώθαμε ή δεν νιώθαμε για ανθρώπους και καταστάσεις όλα αυτά τα χρόνια.

Υπάρχουν και άλλες γυναίκες. Γυναίκες που είχαν την ατυχία να λήξουν άδοξα έναν μακροχρόνιο δεσμό σε κομβικές ηλικίες, γυναίκες που δεν είχαν την τύχη ή τη διαύγεια να γνωρίσουν έναν σύντροφο που θα μπορούσε να τις εμπνεύσει για το επόμενο βήμα. Γυναίκες που εγκαταλείφθηκαν ενώ είχαν επενδύσει σε έναν άνθρωπο και χρειάστηκαν τον χρόνο τους για να σταθούν και πάλι στα πόδια τους με «γιατρεμένες» πληγές. Γυναίκες που για παθολογικούς λόγους δεν θα μπορούσαν να φέρουν εύκολα στον κόσμο ένα παιδί. Γυναίκες που ένα πρωί τράβηξαν τον λαχνό τους και κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν μια σοβαρή ασθένεια που θα τους απαγόρευε να γίνουν μητέρες για σειρά ετών. Πολλές γυναίκες, διαφορετικές μεταξύ τους γυναίκες, με κοινό ωστόσο παρονομαστή. Η φύση μπορεί να γίνει σκληρή μαζί μας. Με όλες, χωρίς διακρίσεις. Με εκείνες μάλιστα που δεν ακολούθησαν τις κοινωνικές ή βιολογικές νόρμες μπορεί να γίνει και τιμωρός. Η επιστήμη έρχεται λοιπόν να δώσει μια ανάσα. Μια παράταση. Μια δεύτερη ευκαιρία, παγώνοντας κυριολεκτικά τον χρόνο σε μια ηλικία που θεωρείται ασφαλής, βάζοντας στην κατάψυξη αυτό στο οποίο η φύση δίνει ημερομηνία λήξης. «Και τι είναι τα ωάρια;» θα σου πουν οι κλασικοί αντιρρησίες των πάντων. «Αρακάς;». Δεν με χαλάει να απαντήσω κυνικά. Τον αρακά γιατί τον βάζεις στην κατάψυξη; Για να μη «λήξει» και, όταν θες να τον φας, να τον έχεις συντηρήσει φρέσκο και ζουμερό όπως τη μέρα που τον πήρες. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα ωάρια και μπράβο σε αυτόν που το σκέφτηκε.

Και πάντα μου άρεσε να λέω «ωοκατάψυξη» και όχι «κρυοσυντήρηση» όπως είναι ο ιατρικός όρος. Εσύ; Λες ποτέ ότι θα βάλεις τον αρακά σε… κρυοσυντήρηση; Όχι. Επομένως, επιτρέψτε μου να χρησιμοποιώ απλούς, καθημερινούς όρους για κάτι που η ιατρική κατάφερε να το κάνει να δείχνει απλό και καθημερινό στη ζωή μας. Τα ωάρια γερνούν. Η μήτρα όχι. Αν τα ωάρια παραμείνουν νεαρά, τότε η μήτρα θα μπορεί να τα φιλοξενήσει ετεροχρονισμένα, πάντα σε πλαίσια αποδεκτά από τη λογική και την ηθική, με ασφάλεια τόσο για την υποψήφια μητέρα όσο και για το παιδί. Άρα γιατί όχι; Πες μου έναν λόγο γιατί να μην το κάνεις.

Όταν θες να φας, πας ακόμα για κυνήγι ή μήπως ντύνεσαι με τομάρια ζώων και φύλλα συκής; Δεν χρειάζεται να δώσω σε κανέναν το παραμικρό επιχείρημα ως δικαιολογία, επειδή απλώς επιλέγω να απολαύσω τα καλούδια που οι επιστήμονες μου παρέχουν απλόχερα. Τoυς ευχαριστώ, τους ευγνωμονώ και τους τιμώ, βαδίζοντας στο μονοπάτι που άνοιξαν για την ανθρωπότητα. Είναι ωραίο να ξέρεις πως ο χρόνος δεν σε απειλεί όταν είσαι σε κρίσιμο ηλικιακό σημείο. Είναι σπουδαίο για μια γυναίκα να ξέρει πως έχει την άνεση να ωριμάσει ψυχολογικά όσο εκείνη επιθυμεί πριν γίνει μητέρα. Είναι ό,τι καλύτερο για μια γυναίκα να ξέρει πως μπορεί να πάρει τον χρόνο της για να αποθεραπευτεί, γνωρίζοντας πως η ασθένειά της δεν θα της στερήσει ένα παιδί. Είναι δικαίωμα όλων των γυναικών να αποφασίζουν εκείνες για τον εαυτό τους αν και πότε θα τεκνοποιήσουν χωρίς το καθεστώς του άγχους για τον χρόνο. Δεν αντιμετώπισα το ίδιο κυνικά τη διαδικασία και σε ψυχολογικό επίπεδο. Τα κλισεδάκια, τα ταμπού, οι ταμπέλες και γενικότερα το συλλογικό ασυνείδητο, που λειτουργεί για όλους με τον ίδιο τρόπο, είχαν κάνει τη δουλίτσα τους. Και το βίωσα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας μου. Τα πρωτόκολλα για την ωοκατάψυξη είναι δύο. Είτε μπορείς να πάρεις τα ωάριά σου ακολουθώντας τη φυσική ροή των πραγμάτων και κάθε μήνα να είσαι εκεί να τα «ψαρέψεις» ακριβώς την ώρα που πρέπει, έχοντας πάντα το ρίσκο να μην τα προλάβεις ή να μην είναι αρκετά «κατάλληλα», είτε να προετοιμάσεις τον οργανισμό σου με ιατρική «υποβοήθηση», έχοντας ως στόχο να ξεμπερδεύεις άμεσα, γρήγορα και αποτελεσματικά. Συνήθως, αν υπάρχει παθολογικό υπόβαθρο ή ιατρικοί λόγοι, αποφασίζει ο γιατρός σου. Στην περίπτωσή μου, η κλινική εικόνα ήταν άψογη, επομένως μπορούσα να επιλέξω.

Στην πρώτη περίπτωση με ενημέρωσαν πως μπορεί να χρειαζόταν ένα διάστημα από επτά μήνες μέχρι και έναν χρόνο προκειμένου να εξασφαλίσω επτά μόλις ωάρια, αριθμός που θεωρείται αρκετά καλός, καθώς σου αυξάνει κατά πολύ το ποσοστό ασφάλειας και επιτυχίας στη διαδικασία. Ακολουθώντας τη δεύτερη οδό, ουσιαστικά επιλέγεις να «μπουστάρεις» τον οργανισμό σου με ορμόνες προκειμένου με μία φορά να επιτύχεις τη λήψη όσο το δυνατόν περισσότερων ωαρίων. Αρχικά και αυθόρμητα επέλεξα το πρώτο σενάριο. Γρήγορα όμως το απαιτητικό πρόγραμμα της καθημερινής μου ζωής και ο περιορισμένος χρόνος με οδήγησαν στη δεύτερη εκδοχή. Δυσκολεύτηκα να το αποφασίσω. Φοβόμουν. Eίμαι από εκείνες που αποφεύγουν ακόμα και τα παυσίπονα, πώς θα μπορούσα να βαρέσω στον εαυτό μου ενέσεις ορμονών;

Έκανα ενδελεχή έρευνα. Μίλησα με γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, εξέτασα όλα τα ενδεχόμενα, ανέλυσα με τους πλέον αρμόδιους την κλινική μου εικόνα και πήρα την απόφαση να προχωρήσω όταν ο γιατρός μου με διαβεβαίωσε πως, λόγω της καλής μου κατάστασης, η ποσότητα των ορμονών που θα χρειαζόταν να πάρω θα ήταν αμελητέα και θα την έπαιρνα όχι για να βελτιώσω την ποιότητα των ωαρίων μου αλλά για να εξασφαλίσω τον πολυπόθητο αριθμό τους σε μία μόνο λήψη. Δεν μου ήταν εύκολο. Όσο και να ξέρεις πως είσαι υγιής, όσο και να γνωρίζεις πως είσαι μια γόνιμη γυναίκα σε αναπαραγωγική ηλικία, και μόνο που μπαίνεις στη διαδικασία της ιατρικής υποβοήθησης για το οτιδήποτε νιώθεις «διαφορετική». Εγώ ένιωσα αυτολύπηση. Το γεγονός ότι δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω η ίδια τις ενέσεις στον εαυτό μου με οδήγησε στο να πηγαίνω καθημερινά σε μια κλινική προκειμένου να μου κάνει τις ενέσεις μια νοσοκόμα. Αυτό επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την ψυχολογία μου.

Την πρώτη φορά που χρειάστηκε να σηκώσω την μπλούζα μου για να μου «χτυπήσουν» την πρώτη ένεση στην κοιλιά μου, κυριεύτηκα από μια ακατάπαυστη λογοδιάρροια.

Ένιωθα την «υποχρέωση» να πρέπει να δικαιολογηθώ για τους λόγους που βρισκόμουν εκεί. Δεν ήθελα να νομίζει κανείς ότι δεν… «μπορώ να κάνω παιδιά». Πόσο άσχημα νιώθω, Θεέ μου, γι’ αυτό που γράφω αυτή τη στιγμή, σχεδόν ντρέπομαι για τον εαυτό μου. Nτρέπομαι γιατί τελικά ανακαλύπτω πως ασυναίσθητα, έστω και για λίγο, βρέθηκα να τροφοδοτώ και να «υποστηρίζω» ένα τέρας που εδώ και χρόνια κληροδοτείται ανεξέλεγκτα από γενιά σε γενιά. Το τέρας που τοποθετεί κοινωνικά τις γυναίκες με βάση την ικανότητα της αναπαραγωγής. Λες και ζούμε στις εποχές εκείνες όπου οι γυναίκες εγκαταλείπονταν αν δεν έκαναν παιδιά και στιγματίζονταν ως «στείρες». Κι όμως, για δες πόσο βαθιά μέσα στο υποσυνείδητό μας φέρουμε όλες οι γυναίκες το βάρος αυτής της επιβαλλόμενης υποχρέωσης. Για δες πώς έχουμε εκπαιδευτεί να ορίζουμε και να αξιολογούμε τη γυναικεία αυταξία μας βάσει των βιολογικών λειτουργιών και όχι των ψυχικών αναγκών. Για δείτε πώς οι γυναίκες χρόνια τώρα οδηγούνται από μικρές να πιστεύουν ότι η ολοκλήρωση της ταυτότητάς τους θα πραγματωθεί μέσα από τη μητρότητα.

Και καλά εγώ… Βρίσκομαι μπροστά σε μια νοσοκόμα από επιλογή, σκέφτομαι όμως και ταυτίζομαι με όλες εκείνες τις γυναίκες που οι συνθήκες τις φέρνουν μπροστά σε πιεστικές πεθερές, ανυπόμονες μαμάδες, κουτσομπόληδες τρίτους και επίμονους συγγενείς που ρωτούν αδιακρίτως: «Παιδάκι δεν θα κάνετε;». Και έστω ότι το θέλουν… Αν δεν θέλουν; Αμέσα μας οι γυναίκες. Τι άγχος να ξέρεις πως ένα ολόκληρο «συγγενολόι», μια κοινωνία, ασχολείται κάθε μήνα με το αν σου ήρθε η περίοδος ή όχι. Και αφού ένιωθα πως μέσα από την ακατάπαυστη πολυλογία μου είχα πείσει όλους τους παρευρισκόμενους στο δωμάτιο «της ένεσης» ότι είμαι υγιέστατη και γόνιμη και ότι απλώς βρίσκομαι εκεί για να… προλάβω τον χρόνο, έπιανα τον εαυτό μου να θέλει να λογοδοτήσει και για το ότι είχα φτάσει 38 χρόνων και ήμουν μόνη. Να λοιπόν το λογύδριο να συνεχίζεται αήττητο, με έντονη την αγωνία μην τυχόν και κάποιος με χαρακτηρίσει «κακομοίρα», «συναισθηματικά αποτυχημένη», «ηλικιακά σιτεμένη», «μόνη και έρημη». Μια ένεση στάθηκε ικανή να ταράξει τόσο πολύ τον ψυχισμό μου, που αμέσως μόλις τελείωσα, μπαίνοντας μέσα στο αυτοκίνητό μου, ξέσπασα σε λυγμούς. Τελικά μήπως είναι αυτή η εικόνα που έχω εγώ για μένα; Μήπως πιστεύω εγώ πρώτη για τον εαυτό μου όλα όσα φοβάμαι ότι μπορεί να δουν οι άλλοι σ’ εμένα;

Έκλαιγα… έκλαιγα με αναφιλητά. Ένιωθα να είμαι ακριβώς όλα αυτά από τα οποία προσπαθούσα να αποπροσανατολίσω τη νοσοκόμα πριν από λίγα λεπτά. «Κακομοίρα», «συναισθηματικά αποτυχημένη», «ηλικιακά σιτεμένη», «μόνη και έρημη». Πήρα τον γιατρό μου και του είπα πως εγκατέλειπα τη δια­δικασία γιατί ένιωθα πως μου έκανα κακό. Εκείνος νόμιζε πως φοβόμουν ότι έκανα κακό στον εαυτό μου εξαιτίας της λήψης ορμονών, ενώ εγώ εννοούσα ότι έκανα κακό στον εαυτό μου γιατί είδα για πρώτη φορά το ψυχικό μου είδωλο μέσα από ένα αποστειρωμένο, σχεδόν μεσαιωνικό πρίσμα. Με καθησύχασε και μου είπε πως, αν ήθελα, μπορούσα να εγκαταλείψω ανά πάσα ώρα και στιγμή. Πήγα σπίτι μου, άναψα έναν ναργιλέ, έβαλα ένα ποτήρι κρασί και κάθισα μόνη με τον εαυτό μου. Έπρεπε να αποφασίσω τι πραγματικά θέλω, χωρίς να με απασχολεί τι μπορεί να θέλουν οι άλλοι.

Και γιατί πρέπει να με αφορά τι θέλουν οι άλλοι;

Ποιοι είναι οι άλλοι;

Η οικογένειά μου ήταν πάντα υποστηρικτική. Όλα αυτά τα χρόνια που με παρακολουθεί διακριτικά να ζω τη ζωή μου, να κάνω τις επιλογές μου και να είμαι καλά, δεν έκανε την παραμικρή παρέμβαση στο πώς διαμόρφωνα το πλαίσιο της εξέλιξής μου. Η μητέρα μου δεν χαϊδεύτηκε ποτέ ζητώντας μου να της κάνω ένα εγγονάκι, ο πατέρας μου δεν με ρώτησε ποτέ αν θα τον κάνω παππού. Δεν σχολίαζαν καν τις εξελίξεις στην προσωπική μου ζωή, αλλά ήταν πάντα εκεί για να τις συζητήσω αν θέλω εγώ μαζί τους, ακούγοντας στωικά και χωρίς να με «συμβουλεύουν». Έδειχναν πάντα τεράστια αποδοχή και κατανόηση στο οτιδήποτε κι αν άκουγαν από μένα σχετικά με το πώς φαντάζομαι τη ζωή μου. Δεν αντέδρασαν ποτέ, ούτε όταν τους είπα πως αν κάποια στιγμή αποφασίσω να γίνω μητέρα, θα μπορούσα να υιοθετήσω ή όταν τους εκμυστηρεύτηκα πως θα μου άρεσε η ιδέα να φέρω στον κόσμο ένα παιδί μόνη μου, χωρίς σύντροφο, με τη βοήθεια ενός δότη. Ό,τι κι αν σκεφτόμουν, ό,τι κι αν μοιραζόμουν μαζί τους, δεν δεχόμουν ποτέ κριτική. Και αυτό είναι σπουδαίο. Γιατί ήξερα πως έχω γύρω μου ένα σημαντικό δίχτυ συναισθηματικής ασφάλειας, αλλά και γιατί ήξερα πως οι γονείς μου αγκάλιαζαν αυτό που οι γύρω μας χαρακτήριζαν για μένα «μια φάση», μια «παρατεταμένη εφηβεία», ένα «ανοιχτό μυαλό» ή ακόμα και «ιδιοτροπία» και το αναγνώριζαν απλώς ως «η ζωή της κόρης τους».

Την ίδια ώρα σκέφτηκα πως, αν προχωρήσω στην ωοκατάψυξη, θα ξεμπερδέψω. Θα βάλω στη θυρίδα μου, στους μείον 170 βαθμούς, την ικανότητά μου να κάνω παιδιά. Και όταν, αν και εφόσον αυτή η ικανότητα συναντηθεί με την επιθυμία, τότε, σε όποια ηλικία κι αν είμαι, θα γίνω και πάλι 38. Ήπια το κρασί μου, ρούφηξα μια τζούρα ναργιλέ και ψέλλισα από μέσα μου: «Άντε και γ@μ@σου».

Δεν ξέρω πού πήγαινε…

Πουθενά και προς όλους.

10.30 της ίδιας μέρας.
«Κυρία Μελέτη, ξυπνήστε, τελειώσαμε… Μια χαρά, τα πήγατε τέλεια…».

Άκουγα και δεν άκουγα μια ευγενική φωνή στ’ αφτιά μου και κάπως έτσι άρχισα να συνειδητοποιώ πού βρίσκομαι και γιατί. Τo πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μου είναι τα τελευταία μου δευτερόλεπτα πριν κοιμηθώ… Με έπαιρνε ο ύπνος γλυκά και αφηνόμουν στα χέρια του γιατρού. Όσο κι αν ήθελα ή προσπαθούσα να αντισταθώ, ήταν αδύνατον.
«Τι ώρα είναι;» ρώτησα.
«Δέκα και μισή» μου απάντησε η νοσοκόμα.
«Νιώθω σαν να έχω πιει ένα μπουκάλι ουίσκι…».
«Σε λίγη ώρα θα νιώθετε μια χαρά».
«Eυτυχώς, γιατί έχω και εκπομπή́ το απόγευμα…».
Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα και ο γιατρός μου.
«Tα πήγες θαυμάσια! Ξέρεις πόσα ωάρια βγάλαμε; Δεκαοκτώ! Και τα κράτησα όλα! Ήταν όλα τούμπανο!».

Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημα της γλυκιάς ασφάλειας που αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή. Πόσο χαρούμενη ήμουν που στάθηκα τόσο θαρραλέα, αλλά και πόση δύναμη πήρα μέσα μου κλείνοντας πονηρά το μάτι στον χρόνο. Ένιωσα δυνατή για μένα και για όλες τις γυναίκες που είδα εκείνο το πρωί να μπαινοβγαίνουν στην κλινική για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Με κάποιες πρόλαβα και αντάλλαξα μια κουβέντα στην αίθουσα αναμονής. Αν και όλα είναι εξαιρετικά διακριτικά στον χώρο, υπάρχει το απόλυτο της εχεμύθειας και η δυνατότητα της περαιτέρω προστασίας των προσωπικών δεδομένων, εμένα δεν με ενδιέφερε καθόλου να απομονωθώ σε πριβέ δωμάτια που διαθέτει η κλινική για όσους το επιθυμούν. Κυκλοφορούσα κανονικά στους χώρους με το κεφάλι ψηλά. Η Μαριάν ήταν 42 χρόνων από τη Γαλλία και τους τελευταίους μήνες ζούσε μόνιμα σε ελληνικό νησί. Είχε ταξιδέψει για λίγες μέρες στην Αθήνα προκειμένου να πάρει τα ωάριά της ώστε να αποκτήσει ένα παιδί με τη σύντροφό της, τη Λουσίλ. Ευγενικές, ήρεμες, δεμένες, περιμέναν τον γιατρό τους και διάβαζαν έναν τουριστικό οδηγό της Ελλάδας. Με ρώτησαν αν μπορούσα να τους υποδείξω πού θα ήταν ωραία να πάνε να απολαύσουν το μεσημεριανό τους γεύμα αργότερα το μεσημέρι. Τις θαύμασα, δεν σας το κρύβω.

Πόσο πιο δύσκολο είναι για εκείνες το ταξίδι προς τη μητρότητα; Πόσες σκέψεις έχουν κάνει και πόσες μάχες έχουν δώσει μέχρι να φτάσουν εδώ λόγω του ότι ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός, παγκοσμίως, ακόμα και σήμερα, έρχεται αντιμέτωπος με πολέμιους που μάχονται ενάντια στο ανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, από όλους προς όλους… Βάλε σε όλα αυτά και την απόφασή τους να αποκτήσουν δύο γυναίκες παιδί, που σίγουρα δεν αγκαλιάζεται με ευκολία από τον καθένα μας, με κερασάκι στην τούρτα και την ηλικία τους, που έχει γράψει σαράντα και βάλε. Δες τες όμως… Κοίτα τες, μέσα σε όλα αυτά, οι δυο τους ενωμένες, σαν μια γροθιά, το μόνο που δείχνει να τις απασχολεί είναι πού θα φάνε το μεσημέρι.

Πηγή: okmag.gr