Ο Στέλιος Ρόκκος, ένας από τους πιο διαχρονικούς και επιτυχημένους Έλληνες καλλιτέχνες, μας βάζει στο δημιουργικό χώρο του interior & exterior  design, με το Rockwood by Stelios Rokkos, την κατασκευή γλυπτών και χειροποίητων επίπλων από ξύλο.

Αποκαλύπτοντας ακόμα μία δημιουργική πλευρά του, ο Στέλιος Ρόκκος σχεδιάζει και φιλοτεχνεί στο εργαστήριό του, στη Λήμνο, κομμάτια που αποτελούν μοναδικά έργα Τέχνης.

Για πρώτη φορά, ορισμένα από τα εμπνευσμένα έργα Τέχνης του Στέλιου Ρόκκου εκτίθενται στο διεθνούς φήμης venue «Principote».

Keros, ονομάζεται η έκθεση των art items, που παρουσιάζονται για πρώτη φορά  στο «Principote» στη Μύκονο  και  αφιερώνεται στο μέρος που ζει και δημιουργεί ο καλλιτέχνης. Η  έκθεση Keros  με τις δημιουργίες Rockwood by Stelios Rokkos αποτελεί συνέχεια και αναπόσπαστο κομμάτι του καλαίσθητου venue στον Πάνορμο.

Τη μοναδική έκθεση προλογίζει ο Λάκης Λαζόπουλος με ένα ιδιαίτερο, συναισθηματικό, σημείωμά του.

 

Όταν σχεδίασε ένα καραβάκι στο νηπιαγωγείο, μικρός πολύ, η δασκάλα ρώτησε: εσύ το έφτιαξες αυτό το καράβι;

-Όχι εγώ, απάντησε ο μικρός.

Από φόβο.

Μήπως το καραβάκι του δεν ήταν καλό μήπως δεν άρεσε στην δασκάλα.

 

«Το παιδί αυτό πρέπει να πάει στην σχολή Καλών Τεχνών.»

«Γιατί, ηλεκτρολόγος είναι κακών τεχνών;» απάντησε ρωτώντας την δασκάλα ο πατέρας του.

Λόγια που ξεμένουν απ’ τα  παιδικά μας χρόνια, ξυπνάνε ξαφνικά στο μεγάλωμα μας και έρχονται να μας αγκαλιάσουν σε μια στροφή του δρόμου μας, σαν παλιοί γνωστοί.

Ο Στέλιος Ρόκκος γεννήθηκε στην Λήμνο. Βλέποντας θάλασσα, ουρανό, βάρκες να φεύγουν για ταξίδια, αέρηδες να σηκώνονται απ’ το πουθενά κι ανήσυχες γυναίκες να ανοίγουν τα παράθυρα για να κλείσουν τα παντζούρια, μην τα πάρει ο βοριάς, κοιτώντας με ανησυχία τον ουρανό.

Ο πατέρας του τα έφτιαχνε όλα με τα χέρια του. Ο Δημήτρης. Όλο τους το σπίτι ήταν χειροποίητο. Ήταν ένας θαυματοποιός.

Είχε το βλέμμα, είχε την ψυχή και έπιαναν τα χέρια του. Απ’ το να φτιάξει ένα γουδί για την γυναίκα του μέχρι να φτιάξει τα τέσσερα παιδιά του. Τέσσερα αδέρφια.

ο Νίκος ο Κώστας ο Στέλιος και η Αγγελική.

 

Ήξερε ο πατέρας του ,όπως ξέρουν οι μάστορες της ζωής, πότε θέλει το παιδί ακόμα κι αυτό το ξάφνιασμα για να μάθει αυτό που μέσα του το  έχει  μα δειλιάζει..

Ήταν στην βάρκα  μαζί του ο Στέλιος, μικρός, δεν είχε μάθει ακόμα να κολυμπάει , του ρίχνει μια σπρωξιά ο πατέρας του και βρίσκεται στην θάλασσα. Αμέσως τα χέρια, το σώμα, βρήκαν τον τρόπο να επιπλεύσουν , κολύμπησε βγήκε .

Όχι, πως θα πάθαινε κάτι.

Ούτε δέκα μέτρα δεν απείχε απ’ την ακτή, ούτε το νερό  ήταν βαθύ εκεί  ΑΣΕ που το μάτι του πατέρα του έστεκε  με αετού  στοργή πάνω απ το αετόπουλο του.

Αυτός μόνο ήξερε ποια ήταν η ώρα, η στιγμή για το ξάφνιασμα.

Ένα ξάφνιασμα που σου γεννάει την κρυμμένη σου δύναμη, την κρυμμένη σου γνώση.

Μεγαλωμένος σε ένα σπίτι με αγάπη και φτώχεια περισσευούμενη,  έμαθε να αγαπάει  και να δένεται έτσι με έρωτα όπως η βάρκα δένεται στον κάβο, μην την τραβήξει μέσα της η θάλασσα.

 

«Δεν ξέραμε πως είναι ο πλούσιος, δεν είχαμε δει. Για μας ζωή ήταν αυτό που ζούσαμε».

Ίσως γι’ αυτό πήγε ξανά στην Λήμνο και ζει εκεί κι έρχεται στην Αθήνα, τραγουδάει κι επιστρέφει.

Σαν νησιώτης που κάνει τις δουλειές του και φεύγει πίσω, εκεί.

Γιατί η ζωή είναι εκεί που την άφησε όταν κατέβηκε στην Αθήνα.

Μαζί με την γυναίκα του δίπλα που στα ματιά της καθρεφτίζεται μόνο αυτός , με αφοσίωση αλλά χωρίς υποταγή της ανεξαρτησίας του χαρακτήρα της.

 

 Στην γκαρσονιέρα που έμενε όταν πρώτο ήρθε στην Αθήνα το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να φτιάξει δυο παράθυρα με τα παντζούρια τους ,νησιώτικα. Άνοιγε τα παράθυρα και έβλεπε στο πουθενά.

Ήθελε να έχει πάντα μαζί του την ζωή που έζησε.

Δυο παράθυρα τυφλά που αυτός μόνο άνοιγε και έβλεπε.

 

Έπαιζε κιθάρα. Μεγάλος κιθαρίστας. Δεν είχε όμως κατά νου να τραγουδήσει. Κι ας τραγούδαγε, κι ας το ήξερε αυτό καλά μέσα του.

Τα χρήματα που έβγαζε του φτάναν και του περισσεύανε, να ζήσει και να ξεκουράσει τους δικούς του.

Το τραγούδι ήρθε έτσι, όταν ο παραγωγός του  ο Νίκος Κιάμος του είπε «εσύ θα το πεις το τραγούδι σου» και ύστερα αυτός ξανοίχτηκε.

Σαν κάποιος να  πρέπει κάθε φορά να τον σπρώχνει από την βάρκα. Κι ύστερα ξέρει αυτός να κολυμπήσει.

 

Είχε την φωνή, είχε το ταλέντο, έφερνε μαζί του το σπίτι που τον μεγάλωσε, είχε μια θάλασσα που δεν τον άφησε ποτέ από τα μάτια της.

 

Όπως ήξερε και να σχεδιάζει. Άριστα.

Το καραβάκι του νηπιαγωγείου του ζητούσε να ανέβει πάνω του, να κάνει το παιδικό του ταξίδι.

Αυτό που άφησε από φόβο, εκεί.

στο νηπιαγωγείο.

Το 2006 μάζεψε στην παραλία κάτι πεταμένα ξύλα , απ’ αυτά που ξεβράζει το κύμα και έφτιαξε έναν μεγάλο καθρέφτη. Σ΄αυτό τον καθρέφτη είδε για πρώτη φορά τον άλλο του εαυτό. Όχι αυτόν που έβλεπε στους καθρέφτες των καμαρινιών.

Παρασυρμένος απ΄αυτό το ενυπάρχον αίσθημα, που απλώς δεν έχει βρει την πόρτα για να ξεπορτίσει, αγκάλιασε το ξύλο, πήρε εργαλεία, ξόδεψε λεφτά, βρήκε δασκάλους, έμαθε, έφτασε μέχρι την Αυστρία να βρει τον πιο καλό, τον πιο γνωστό τεχνίτη στον τόρνο, να μάθει, Να μάθει από παντού. Άρχισε μέρα με την μέρα να ακούει όλο και πιο δυνατά τον ήχο του ξύλου.

«Γιατί το ξύλο είναι ζωντανό», μου είπε. «Γι’ αυτό στραβώνει, γι’ αυτό μεταμορφώνεται. Γιατί ο κορμός ποτέ δεν πεθαίνει. Έχει δύναμη το ξύλο, τεράστια. Οι ναυτικοί όταν θέλουν να σπάσουν έναν βράχο, βάζουν μια σφήνα από ξύλο ανάμεσα.

Το ξύλο σπάει τον βράχο.»

Έτσι κι αυτός πήρε το ξύλο και το έβαλε σφήνα στην δική του πορεία και έσπασε τον δικό του βράχο.

 

«Έλληνες και Γιαπωνέζοι είναι αυτοί που ξέρουν να δουλεύουν καλύτερα το ξύλο από όλους στον κόσμο»

Δρυς.

Καθαρό ξύλο, λιτό, χωρίς φλυαρία σε σχήματα και νερά.

« Έχουν μυστικά τα δέντρα. Ακόμα και πότε πρέπει να κοπούν. Όταν τα νερά τους έχουν αρχίσει να τρέχουν μέσα στον κορμό. Πρέπει να ξέρεις το ξύλο πώς να το πιάσεις, πώς να το φέρεις, πώς να το οδηγήσεις, πώς να το αγαπήσεις. Είναι σαν μωρό. Μεγαλώνει και παίρνει σχήμα στα χέρια σου.»

 

Τον Στέλιο Ρόκκο δεν τον ήξερα προσωπικά. Ήξερα τα τραγούδια του και σαν θεατής είχα βρεθεί πολλές φορές σε μουσικές σκηνές όπου τύχαινε να τραγουδά.

Τον θεωρούσα πάντα σοβαρό, μετρημένο, όχι πολλά-πολλά, χωρίς ψευτιλίκια και λόγια απ’ αυτά που τα καταπίνει το ουίσκι το ίδιο κιόλας βράδυ.

Τον γνώρισα τον τελευταίο καιρό, όπου εγώ, προσπαθώντας να αφήσω την δική μου απελπισία στην άκρη έψαχνα να περάσω καλά τα βράδια μου.

 Ήταν η περίοδος που είχα αρχίσει να ζωγραφίζω πιο παθιασμένα από κάθε άλλη φορά. Πάντα από μικρός όταν έγραφα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου, πρώτα κάτι ζωγράφιζα, πάντα προσπαθούσα να ζωγραφίσω τους χαρακτήρες, τα πρόσωπα, τα σκηνικά.

Η περίοδος που περνούσα ήταν τέτοια που ήθελα να είμαι μόνος. Και στην τέχνη μου. Σε όποια τέχνη. Κανένας ενδιάμεσος, κανένας για να λογοδοτώ.

Η ζωγραφική μου φαινόταν ιδανική. Εγώ, το χαρτί, οι μπογιές μου, η φαντασία μου.

 

«Αυτός που θέλει να δημιουργήσει χωρίς να του καίγεται καρφί αν θα αρέσει, αυτός είναι για μένα ο αληθινός στην κάθε τέχνη»

Έτσι μου προσδιόρισε ο Στέλιος την έννοια του δημιουργού, του καλλιτέχνη, σε μια απ’ τις κουβέντες που κάναμε μαζί .

Είχαμε βρεθεί  μάλλον σε μια ίδια στιγμή του χρόνου.

Έτσι όπως δυο βράκες ανταμώνουν στην μέση του πελάγους σηκώσαμε τα χέρια μας και χαιρετήσαμε ο ένας τον άλλον.

σαν από καιρό γνωστοί ,σαν από πάντα φίλοι .

 

Έτσι άρχισε η γνωριμία μας και καθώς τα λόγια πιάστηκαν το ένα από το άλλο, κάτι του είπα εγώ πως ζωγραφίζω και μου έδειξε κι αυτός αυτά που φτιάχνει με το ξύλο. Τα δικά του ξυλοτεχνήματα. Και τότε είδα τα έργα του.

Έργα φτιαγμένα από έναν άνθρωπο που και να μην τον ήξερα θα ήθελα να τον συναντήσω. Ξαφνιάστηκα. Σαν να μην μπορούσα να πιστέψω ότι ήταν δικά του.

Αυτά του τα έργα με έκαναν να τον εκτιμήσω στην πραγματική του διάσταση.

Ήταν φτιαγμένος από ξύλο ο δρόμος που με οδήγησε για να δω την καρδιά του.

Εγώ λοιπόν μπορώ να γράψω αυτό που ο ίδιος δεν θα πει για τον εαυτό του. Θα κάνω ότι έκανε ο πατέρας του. Θα ακολουθήσω τον δρόμο του πατέρα του. Θα τον σπρώξω από την βάρκα και θα του πω πως είναι αριστουργήματα όσα δημιουργεί. Κι είναι μπροστά του ο δρόμος, ανοιχτός όσο ποτέ. Έχει βρει την άλλη του διάσταση.

Υποδεχτείτε αυτόν που δεν ξέρετε ενώ τον ξέρετε.

Έναν πολύ σπουδαίο σχεδιαστή ένα γλύπτη που το ξύλο στα χέρια του θα μεταμορφωθεί για να γίνει ασύγκριτο μοναδικό και αξεπέραστο.

Όταν το ξύλο συνάντησε τον Ρόκκο,

Έγινε ένα θαύμα.!

 

 

Λάκης Λαζόπουλος

 

Υ.Γ  Δεν στεναχωριέσαι όταν αποχωρίζεσαι αυτά τα δημιουργήματα σου, τον ρώτησα, που με τόσο κόπο και χρόνο έφτιαξες;

Μ’ αρέσει, μου είπε, όταν πάω στα σπίτια τους και τα βλέπω. Και βλέπω πως τα αγαπούν και νιώθω πως τα χαϊδεύουν. Όση ώρα μου μιλούσε άρχισα να βλέπω την καρδιά του ξύλου. Μέχρι να τον γνωρίσω έβλεπα μόνο το ξύλο.

Το Rockwood by Stelios Rokkos ξεκίνησε πριν από σχεδόν πέντε χρόνια και περιλαμβάνει χειροποίητα έπιπλα και γλυπτά, με αισθητική ταυτότητα, κομψότητα, μοναδικότητα και λειτουργικότητα, που ξεχωρίζουν για την υψηλή ποιότητα των υλικών τους, το design τους, την απαράμιλλη αισθητική τους και την κατασκευαστική αρτιότητά τους.