Η πανδημία και οι συνέπειές της, είναι ήδη γνωστές στην παγκόσμια οικονομία και κοινωνία, καθώς ήδη έχει παρατηρηθεί σημαντική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, πτώση του ΑΕΠ σε παγκόσμιο αλλά και περιφερειακό επίπεδο, καθώς και σημαντική αύξηση της ανεργίας.

Μία όμως μεταβλητή που έχει αυξηθεί σημαντικά και αξίζει να την παρατηρήσει κανείς στα πλαίσια των μακροοικονομικών μεγεθών, κυρίως στις δυτικές χώρες που έχουν κρίσιμη παρουσία στην βιομηχανική ανάπτυξη, είναι η αποταμίευση.

Η συσσώρευση καταθέσεων στις τράπεζες έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αρχή του έτους, καθώς στην Ευρώπη ήδη έχει ξεπεράσει το 16% ως ποσοστό του ΑΕΠ, όταν το μέσο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 12%, ενώ στις ΗΠΑ που η επίδραση της πανδημίας ήρθε αργότερα, αλλά δημιούργησε απότομες μεταβολές στην παραγωγή, η αποταμίευση εκτοξεύθηκε από το 8% σχεδόν στο 32%, δημιουργώντας ένα πλεονάζον κεφάλαιο στις τράπεζες και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Υπό άλλες συνθήκες η δημιουργία αποθέματος κεφαλαίου στην οικονομία, αν δεν υπήρχαν περιορισμοί κινητικότητας, θα ήταν ένα σημάδι επικείμενης ανάπτυξης, κάτι όμως που δεν συμβαίνει στην παρούσα συγκυρία, καθώς έχουμε μία υπερπροσφορά κεφαλαίου που δεν μπορεί να απορροφηθεί από την χαμηλή ζήτηση για επενδύσεις.

Αυτό σημαίνει ότι η μεταβλητή των αποταμιεύσεων, σε ένα μακροοικονομικό υπόδειγμα αδυνατεί να μετουσιωθεί σε επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα η κατανάλωση παραμένει στάσιμη.

Η συνέπεια της παραπάνω εξίσωσης είναι η ύφεση, καθώς δεν υπάρχει ροή στο οικονομικό κύκλωμα, ώστε οι αποταμιεύσεις να μετασχηματιστούν σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και επενδύσεις για τις επιχειρήσεις, όπου μέσω των εσόδων και των αμοιβών του συντελεστή της εργασίας, τα έσοδα θα μεταφερθούν με τη σειρά τους στην πραγματική οικονομία των νοικοκυριών και θα ενισχύσουν την κατανάλωση και τελικά τα φορολογικά έσοδα του κράτους.

Ουσιαστικά, η αδυναμία των επιχειρήσεων να παράξουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες και να τα διαθέσουν στην αγορά, αλλά και η μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών από την πλευρά των νοικοκυριών, λόγω των περιορισμών που έχει επιφέρει σε διάφορα σημεία του πλανήτη όπως και στην χώρα μας το lockdown, έχουν δημιουργήσει συνθήκες ανενεργού κεφαλαίου, που σηματοδοτεί υποαπασχόληση συντελεστών παραγωγής, κάτι που το συναντάμε σε μεγάλες και βαθιές υφέσεις στην οικονομία ή σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων.

Βέβαια, οι ασκούντες τόσο δημοσιονομική όσο και νομισματική πολιτική, οφείλουν να προσέξουν την σταδιακή επάνοδο της οικονομίας στα προ κρίσης επίπεδα σε επίπεδο ΑΕΠ, απασχόλησης και παραγωγικότητας, καθώς μία εκτεταμένη πιστωτική επέκταση, μπορεί να έχει απότομες αυξητικές επιπτώσεις στον πληθωρισμό το επόμενο έτος, γεγονός που δεν βοηθά την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, καθώς μειώνει τα πραγματικά εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Εν κατακλείδι, απαιτείται μία ισορροπημένη προσέγγιση ανάμεσα σε κατανάλωση, αποταμίευση και επένδυση, ώστε να εξασφαλίζεται η απρόσκοπτη ροή των πόρων, οι οποίοι οφείλουν να διανέμονται χωρίς περιορισμούς σε όλες τις χώρες, μέσω της διαδικασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού και του διεθνούς εμπορίου.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός