Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η τοποθέτηση του κ. Παπακωνσταντίνου στην ηγεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, προκάλεσε αμηχανία και ανησυχία στην πλειοψηφία του περιβαλλοντικού κινήματος στη χώρα. Αν κρίνει κανείς μάλιστα από τις πρώτες δηλώσεις και εξαγγελίες του νέου Υπουργού, η ανησυχία αυτή είναι μάλλον δικαιολογημένη.

του Δημήτρη Ιμπραήμ, συντονιστή Εκστρατειών Ελληνικό Γραφείο της Greenpeace

Στις πρώτες δηλώσεις του ως Υπουργός Περιβάλλοντος, ο κ. Παπακωνσταντίνου κατέστησε προφανή τη δική του πράσινη βιοθεωρία, ισχυριζόμενος ότι ‘η πράσινη ανάπτυξη είναι πάνω από όλα ανάπτυξη’. Το περιβάλλον κατ’ αυτή τη θεωρία συμβάλλει στην προσπάθεια για έξοδο από την κρίση, κυρίως όμως ευκαιριακά και συγκυριακά, χωρίς μία συνεκτική στρατηγική που να χαράζει την κατεύθυνση προς μία κοινωνία πράσινη, έξυπνη και οικονομικά αποδοτική και σίγουρα όχι προς μία κοινωνία που σέβεται και εφαρμόζει τους (περιβαλλοντικούς) νόμους. Προτεραιότητα του Υπουργού και της Κυβέρνησης είναι η πρόσκαιρη και κοντόφθαλμη άντληση πόρων που δεν κατευθύνονται σε πράσινες δράσεις (πχ γενναία φορολογικά κίνητρα για τη μείωση κατανάλωσης καυσίμων) και κοινωνικές πολιτικές (πχ γενναία επιδότηση κεφαλαίου για θερμομόνωση κατοικιών συνταξιούχων, κοκ), αλλά σπαταλώνται σε μαύρες τρύπες.

Είναι όμως δυνατόν σε αυτή την κρίσιμη ώρα, η περιβαλλοντική πολιτική να παραμένει στις προτεραιότητες της κυβέρνησης, όταν εθνική προτεραιότητα είναι η ταχύτερη δυνατή ανάκαμψη της οικονομίας της χώρας; ‘Φυσικά’ είναι η απάντηση αρκεί να υπάρχει εγρήγορση και καλά ανακλαστικά ώστε να εντοπίζονται έγκαιρα οι ευκαιρίες που θα συμβάλουν, όχι μόνο στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά θα τονώσουν την εθνική οικονομία και τα εισοδήματα των Ελλήνων πολιτών.

Το Χρηματιστήριο Ρύπων ως εργαλείο πολιτικής για την κλιματική αλλαγή

Μία από αυτές τις ευκαιρίες είναι η βελτίωση και ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων, για την τρίτη περίοδο εφαρμογής (2013 – 2020). Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων, η συντριπτική πλειοψηφία των ρυπογόνων βιομηχανιών στην Ευρώπη θα αγοράζει σε πλειστηριασμούς το δικαίωμα ρύπανσης για κάθε τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει. Το ύψος της τιμής καθορίζεται από το ανώτατο όριο εκπομπών που επιβάλλεται ενιαία σε ολόκληρη την Ευρώπη, για το σύνολο των βιομηχανιών που υπάγονται στο Σύστημα αυτό. Με άλλα λόγια, όσο αυστηρότερο (χαμηλότερο) είναι το ανώτατο όριο εκπομπών, τόσο εντονότερες οι συνθήκες έλλειψης δικαιωμάτων ρύπανσης, τόσο μεγαλύτερη η ζήτηση και άρα τόσο υψηλότερο το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων εκπομπών.

Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής κλιματικής πολιτικής αν και στηρίζεται στην αρχή ‘ο ρυπαίνων πληρώνει’, πλέον έχει μετατραπεί στο ‘ο ρυπαίνων πλουτίζει’. ‘Παραθυράκια’ και στρεβλώσεις στο Σύστημα, έχουν οδηγήσει σε υπερκέρδη δισεκατομμυρίων ευρώ για τις πιο ρυπογόνες βιομηχανίες, με τελικούς χαμένους τους Ευρωπαίους φορολογούμενους πολίτες και το περιβάλλον. Οι 10 εταιρίες που κερδίζουν περισσότερο (όλες είναι βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου) από τις στρεβλώσεις του Συστήματος, εκτιμάται ότι διαθέτουν μόνο από την περίοδο 2008 – 2010 περίσσεια δικαιωμάτων ρύπανσης που ξεπερνά τους 240 εκατ. τόνους (σχεδόν δύο φορές περισσότερες από τις ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου της Ελλάδας). Η περίσσεια αυτή σήμερα αποτιμάται σε 4,1 δις ευρώ, 4 φορές υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για το περιβάλλον για την ίδια περίοδο. Η περίσσεια αναμένεται να αυξηθεί και σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, θα ξεπεράσει τα 5,6 δις € έως το τέλος του 2012.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι στρεβλώσεις είναι τέτοιες που θα οδηγήσουν το Σύστημα σε κατάρρευση, καθώς η δραματικά μειωμένη ζήτηση αναμένεται να οδηγήσει σε μηδενικές τιμές αγοράς δικαιωμάτων.

Η ανάγκη βελτίωσης του

Ακριβώς σε αυτό το σημείο η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να κάνει τη διαφορά. Το Μάρτιο του 2011 οι υπουργοί εφτά ευρωπαϊκών κρατών (Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία, Δανία, Ελλάδα και Πορτογαλία) υποστήριξαν ανοιχτά την άνευ όρων αναβάθμιση του ευρωπαϊκού στόχου μείωσης των εκπομπών σε 30% (από 20% που ισχύει σήμερα). Τον ίδιο στόχο σήμερα υποστηρίζουν περισσότερες από 100 από τις πιο μεγάλες επιχειρήσεις στον κόσμο και τα μεγαλύτερα συνδικάτα στην Ισπανία, τη Γαλλία και την Ελλάδα.

Πέρα από τα προφανή περιβαλλοντικά οφέλη από ένα τέτοιο στόχο υπάρχουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά οφέλη, για την Ευρώπη και κατ’ επέκταση για την Ελλάδα. Υπολογίζεται ότι η αναβάθμιση του στόχου σε 30% θα δημιουργήσει επιπλέον 6 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, θα συμβάλει στην αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά 620 δις ευρώ έως το 2020 και θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης απέναντι στην Κίνα. Στα οφέλη αυτά δεν συνυπολογίζονται τα κέρδη από τη μείωση δαπανών για την αγορά εισαγόμενων καυσίμων και την καταπολέμηση της ρύπανσης.

Επιπλέον, η αναβάθμιση του στόχου θα βελτιώσει σημαντικά το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Ρύπων, καθώς θα κλείσει πολλά από τα παραθυράκια και θα ‘αναγκάσει΄ την ευρωπαϊκή βιομηχανία να εκσυγχρονιστεί με επενδύσεις σε πράσινες τεχνολογίες ή / και να αγοράσει δικαιώματα εκπομπών παράγοντας έτσι σημαντικά κεφάλαια για τα κράτη μέλη.

Τα κεφάλαια αυτά θα έρθουν σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την Ελλάδα και αυτή τη φορά θα προέλθουν από ρυπογόνες επιχειρήσεις, όχι από φορολογούμενους πολίτες. Τα κεφάλαια αυτά που μπορούν να ανέλθουν σε δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2013 – 2020, στη συνέχεια θα κατευθυνθούν σε δράσεις με πολλαπλασιαστική αξία. Σε δράσεις που εξοικονομούν δισεκατομμύρια ευρώ από τη μείωση των εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, που αναπτύσσουν εθνική βιομηχανία ΑΠΕ στη χώρα, που αναζωογονούν τον κατασκευαστικό τομέα και ενισχύουν τα εισοδήματα των πολιτών με την ανάπτυξη δραστηριοτήτων ενεργειακής αναβάθμισης των κτιρίων.

Όλα τα παραπάνω είναι ευρέως γνωστά, καθώς όμως οι κυβερνήσεις οραματίζονται σε άξονα εκλογικής θητείας και οι επιχειρήσεις τείνουν να παραβλέπουν μακροπρόθεσμα ρίσκα και κέρδη, τα οφέλη από μία τέτοια κίνηση παραβλέπονται. Η ελληνική κυβέρνηση και ειδικότερα ο νέος Υπουργός Περιβάλλοντος οφείλει να αναλάβει κάθε πολιτική πρωτοβουλία που θα φέρει την Ευρώπη πιο κοντά σε μία κοινωνία μηδενικού άνθρακα και υψηλής αποδοτικότητας. Αυτή η κίνηση θα ήταν μία καίρια συμβολή για ένα καλύτερο μέλλον, όχι μόνο για τις επόμενες γενιές, αλλά και για την κοινωνία σήμερα.

in.gr