Νέα Υόρκη: Οι πάσχοντες από χρόνια αϋπνία έχουν μεγαλύτερη επιρρέπεια στις ασθένειες, όπως επισημαίνει μελέτη Καναδών επιστημόνων που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Psychosomatic Medicine.

Συγκεκριμένα, ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο Laval στο Κεμπέκ του Καναδά τονίζει ότι η ιδιότυπη αυτή διαταραχή προκαλεί βλάβες στο ανοσοποιητικό σύστημα και αυξάνει την τάση του οργανισμού να εκδηλώνει διάφορες ασθένειες, ενώ παράλληλα επιβραδύνει την ανάρρωση από αυτές.

Η χρόνια αϋπνία πλήττει περίπου το 12% του γενικού πληθυσμού. Οι πάσχοντες αδυνατούν να κοιμηθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που επηρεάζει όχι μόνο τη σωματική αλλά και την ψυχική τους υγεία.

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι Καναδοί επιστήμονες μελέτησαν τις αντιδράσεις του ανοσοποιητικού συστήματος 17 ατόμων, ηλικίας από 18 έως 45 ετών, που έπασχαν από χρόνια αϋπνία και τις σύγκριναν με 19 άτομα που δεν αντιμετώπιζαν καμία διαταραχή του ύπνου.

Από τη μελέτη αποκλείστηκαν οι έγκυες γυναίκες, οι πάσχοντες από διαταραχές όπως η άπνοια ύπνου ή ψυχολογικές διαταραχές καθώς και όσοι λάμβαναν φαρμακευτική αγωγή που επηρέαζε τον ύπνο τους.

Από το σύνολο των 36 συμμετεχόντων ζητήθηκε να τηρούν τακτικό ημερολόγιο για το σύνολο των τριών εβδομάδων της έρευνας. Σε αυτό κατέγραφαν την ακριβή ώρα κατάκλισης, την ώρα έγερσης, τις φορές κατά τις οποίες προσπάθησαν να κοιμηθούν, πόση ώρα τους πήρε καθώς και πόσες φορές ξύπνησαν κατά τη διάρκεια της νύχτας και για πόσο χρονικό διάστημα.

Όταν οι ερευνητές σύγκριναν τα αιματολογικά τεστ και των δύο ομάδων ανακάλυψαν ότι οι πάσχοντες από χρόνια αϋπνία είχαν μικρότερο αριθμό των κυττάρων με τις ονομασίες CD3, CD4 και CD8 σε σχέση με όσους δεν έπασχαν από το φαινόμενο. Τα κύτταρα αυτά αποτελούν βασικά στοιχεία των μηχανισμών άμυνας του οργανισμού.

Αυτό, όπως εξηγούν οι επιστήμονες, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η μακροχρόνια έλλειψη ύπνου αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού έναντι των ασθενειών. Ωστόσο, τονίζουν πως δεν πρόκειται για σοβαρές ασθένειες, οι οποίες δημιουργούν εκτεταμένες οργανικές βλάβες.

«Πρόκειται για μια έρευνα που καταδεικνύει την ανάγκη θεραπείας μεταξύ των πασχόντων. Οι τελευταίοι θα πρέπει να καταφεύγουν συχνά στο θεραπευτή τους και να επιζητούν βοήθεια, δίχως να φοβούνται ή να αισθάνονται ντροπή για την πάθησή τους», επισημαίνει χαρακτηριστικά ένα από τα βασικά μέλη της επιστημονικής ομάδας.

health.in.gr