Λονδίνο: Πολύ λιγότερα από ό,τι είχε παλαιότερα εκτιμηθεί θα είναι τα κρούσματα της ποικιλίας της νόσου Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ που σχετίζεται με κατανάλωση μολυσμένου κρέατος (vCJD), εκτιμούν Βρετανοί ερευνητές. Πάντως, μια συνάδελφός τους που είχε προβλέψει μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων, αμφισβητεί τώρα τη μεθοδολογία τους.


Με δημοσίευσή τους στη διαδικτυακή έκδοση του Science, ο Δρ Ζερόμ Ουγιάρ ντ’ Ενιό και οι συνάδελφοί του στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου εκτιμούν ότι ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων θα κυμανθεί από μερικές εκατοντάδες έως μερικές μόνο χιλιάδες. Πιστεύουν μάλιστα ότι ακόμα και αν εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μολυνθεί, η περίοδος επώασης στις περισσότερες περιπτώσεις θα ξεπεράσει το ανθρώπινο προσδόκιμο επιβίωσης.


«Ακόμα και στη χειρότερη περίπτωση είναι τελείως απίθανο να υπάρχουν περισσότερα από εκατό κρούσματα vCJD το χρόνο» αναφέρει στο Reuters Health ο Ουγιάρ ντ’ Ενιό. Η ανάλυσή του προβλέπει για τη Βρετανία δεκαέξι κρούσματα το 2005 και μόλις οκτώ το 2020.


Η πρόβλεψη όμως αυτή χαρακτηρίζεται υπεραισιόδοξη από τη Δρ Αζρα Γκάνι (από το Κολέγιο Imperial του Λονδίνου). Μάλιστα, η ίδια δηλώνει ότι έχει στα χέρια της «αποτελέσματα, που πρόκειται να δημοσιευθούν φέτος, βάσει των οποίων εκτιμάται ότι ο αριθμός των περιπτώσεων vCJD θα μπορούσε να είναι σημαντικά υψηλότερος».


Παλαιότερη δημοσίευση της Δρ Γκάνι έκανε λόγο για δεκάδες χιλιάδες κρούσματα τις ερχόμενες δεκαετίες.


Νέα εργαλεία ανάλυσης


Η διαφορά στα αποτελέσματα των δύο ομάδων οφείλεται στη διαφορετική μέθοδο ανάλυσης που εφάρμοσαν αλλά και στις διαφορετικές εκτιμήσεις για τον αριθμό των μολυσμένων με τη σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (BSE) ζώων.


Ο Δρ Ουγιάρ ντ’ Ενιό χρησιμοποίησε μια μέθοδο που είχε παλαιότερα εφαρμοστεί σε επιδημιολογικές μελέτες για το AIDS και περιόρισε τους υπολογισμούς στο 40% του πληθυσμού, το οποίο φέρει σε δύο αντίγραφα μια συγκεκριμένη ποικιλία του γονιδίου PrP που θεωρείται ότι διευκολύνει τη μόλυνση.


Οι ερευνητές τονίζουν το γεγονός ότι ο αριθμός των κρουσμάτων vCJD από χρόνο σε χρόνο δεν παρουσιάζει σημαντικές αυξήσεις. Διευκρινίζουν όμως ότι αν η μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι δυνατή, η εξέλιξη του φαινομένου θα είναι πολύ χειρότερη. «Η περίοδος επώασης θα ήταν πολύ μικρότερη με τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως δείχνουν μοντέλα της ασθένειας σε ζώα» εξηγεί ο Ουγιάρ ντ’ Ενιό.


«Σιωπηλά» κρούσματα


Πάντως, η Δρ Γκάνι θεωρεί ότι οι συνάδελφοί της στη Σχολή Υγιεινής έχουν παραλείψει ορισμένους παράγοντες από τις εκτιμήσεις τους. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι ο συνολικός αριθμός κρουσμάτων BSE είναι πολύ μεγαλύτερος από τις καταγεγραμμένες κλινικές περιπτώσεις, καθώς πολλά μολυσμένα ζώα δεν παρουσιάζουν συμπτώματα. «Μετά το 1986, οι κλινικές περιπτώσεις είναι απίθανο να περάσουν στην τροφική αλυσίδα» εξηγεί.


Επιπλέον, αναφέρει ότι οι συνάδελφοί της δεν έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι ακόμα και οι κλινικές περιπτώσεις δεν καταγράφονταν με ακρίβεια, όπως έγινε αντιληπτό το 1986.


Πάντως, οποιοδήποτε μοντέλο για την εξέλιξη της «επιδημίας» και αν χρησιμοποιηθεί, οι εκτιμήσεις δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτα ακριβείς, όπως παραδέχεται και ο Δρ Ουγιάρ ντ’ Ενιό.


«Χρειαζόμαστε ένα τεστ για την ασθένεια απουσία συμπτωμάτων. Μόνο τότε θα μπορούμε να εξαγάγουμε τα πλέον ακριβή συμπεράσματα για τον αριθμό αυτών που θα νοσήσουν» εξηγεί.

health.in.gr