Βοστόνη: Η πεποίθηση ότι περίπου το 1/3 των ασθενών στους οποίους έχουν δοθεί ψευδοφάρμακα (μη δραστικές ουσίες) θα παρουσιάσει πραγματική βελτίωση της υγείας του είναι λανθασμένη, σύμφωνα με έρευνα Δανών ερευνητών που δημοσιεύεται στο New England Journal of Medicine.


Όπως αναφέρει το Reuters, oι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και του Σκανδιναβικού Κέντρου Cochrane ανέλυσαν 114 ιατρικές μελέτες, οι οποίες είχαν δημοσιευτεί τα τελευταία 53 χρόνια και αφορούσαν σε 7.500 ασθενείς με 40 διαφορετικές ασθένειες.


Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η μη εφαρμογή θεραπείας είχε τα ίδια αποτελέσματα με τη χορήγηση placebo (ψευδοφάρμακα).


Η βελτίωση που ίσως αναφέρουν οι ασθενείς που λαμβάνουν ψευδοφάρμακα, οφείλεται σε διακυμάνσεις στην ένταση των συμπτωμάτων, οι οποίες παρατηρούνται φυσιολογικά στις περισσότερες ασθένειες, υποστηρίζουν οι επιστήμονες.


«Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ένας ασθενής με καρκίνο ή εμφύσημα ή πονοκέφαλο που πέρασε μια άσχημη ημέρα, δεν χρειάζεται placebo για να αισθανθεί καλύτερα την επομένη» γράφει ο δρ. Τζον Μπάιλαρ σε editorial του περιοδικού.


Οι ερευνητές παραδέχονται, ωστόσο, ότι τα ψευδοφάρμακα ίσως είναι καλύτερα από το τίποτα για την καταπολέμηση του πόνου, αίσθημα που είναι υποκειμενικό και δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί.


Όπως αναφέρεται σε άρθρο των Times της Νέας Υόρκης, η άποψη ότι τα ψευδοφάρμακα είναι αποτελεσματικά έγινε δεκτή από την πλειονότητα των γιατρών μετά τη δημοσίευση της μελέτης Το δραστικό Placebo (Τhe Powerful Placebo) στο περιοδικό Journal of the American Medical Association το 1955.


Η ερευνητική ομάδα του δρ. Μπίτσερ είχε αναλύσει μελέτες, στις οποίες πραγματικά φάρμακα συγκρίνονταν με placebo, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα ψευδοφάρμακα είναι αποτελεσματικά στο 35% των ασθενών.


Το λάθος, σύμφωνα με τους Δανούς ερευνητές, είναι ότι στην πλειονότητα των κλινικών δοκιμών οι ασθενείς χωρίζονται σε δύο μόνο ομάδες: μία στην οποία χορηγείται το υπό εξέταση φάρμακο, και μία που λαμβάνει placebo. Τρίτη ομάδα, με ασθενείς που δεν ακολουθούν καμία θεραπεία, δεν υπάρχει παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, και έτσι η αποτελεσματικότητα των ψευδοφαρμάκων δεν μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά.


Τα οφέλη που κατέγραψε ο Μπίτσερ οφείλονται -εκτός από τη διακύμανση της νόσου- στην υποκειμενικότητα με την οποία οι ασθενείς ανέφεραν την ένταση των συμπτωμάτων. Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις οι ασθενείς πιθανώς ανέφεραν βελτίωση μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν τους γιατρούς, υποστηρίζουν.


Ο δρ. Μπάιλαρ αναφέρει ότι τα placebo ίσως είναι χρήσιμα για την καταπολέμηση του πόνου, ωστόσο «θα πρέπει να υπάρξει δραστική μείωση στη συνταγογράφηση placebo, με προσεκτική αιτιολόγηση για κάθε παρατεταμένη χρήση».


Παράλληλα, προσθέτει ότι τα ψευδοφάρμακα δεν είναι πάντα ασφαλή, καθώς «μπορούν να αποτρέψουν τους ασθενείς από το να αναζητήσουν πιο αποτελεσματικές θεραπείες, μπορούν να καλύψουν συμπτώματα που χρήζουν προσοχής, αυξάνουν το κόστος της θεραπείας και ενδέχεται να έχουν απροσδόκητες ψυχολογικές επιδράσεις» -όπως το να υπενθυμίζουν στον ασθενή ότι είναι άρρωστος.

Πηγή: Associated Press

health.in.gr