Μανόλης Ανδρόνικος: Δεν περάσαμε από τη ζωή ανυποψίαστοι
Η διπλή εμπειρία της ανάτασης και της πτώσης
Όταν βλέπω τα μάτια των νέων καρφωμένα επάνω μου, νιώθω πως βυθίζονται στα έγκατα της ψυχής μου για ν’ ανασύρουν από κει ό,τι έχει μαζευτή χρόνια τώρα. Αγάπη και κακίες, γνώσεις και όνειρα, ελπίδες και φόβοι. Με ερευνούν και με ελέγχουν· και προσδοκούν να πάρουν κουράγιο για το δικό τους δρόμο. Τι να τους μαρτυρήσω;
Είναι στιγμές που είμαι έτοιμος να τους πω πόσο κουραστήκαμε, η γενιά μου, ποια γενιά; Ας πούμε η γενιά του ’40. Αυτοί που βρέθηκαν στα βουνά της Αλβανίας και στην άμμο του Αλαμέιν (σ.σ. το Ελ Αλαμέιν στην έρημο της βόρειας Αφρικής, θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας και ύψιστης σπουδαιότητας το 1942), στους σκοτεινούς δρόμους της καταχτημένης Ελλάδας και στα βουνά της, όταν για πρώτη φορά καταλάβαιναν τη ζωή. Πόσο πολύ πιστέψαμε το φως μέσα στο σκοτάδι και πόσο λίγο ήταν το ψωμί που έθρεψε το κορμί μας στην πρώτη του νιότη. Πόσο ζαλισμένοι ξυπνήσαμε την αυγή της Λευτεριάς για να ψηλαφήσουμε το χώμα και τη θάλασσα, να χτίσουμε ένα σπίτι, να βρούμε μια γυναίκα, να πάρουμε αυτό που λένε το δρόμο της ζωής. Ποιος μπορεί να πη τι κάναμε, τι πήραμε και τι δώσαμε;
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.3.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μας βλέπουν τα νεανικά μάτια ερωτηματικά. Θέλουν να τους θυμίσουμε πώς ύψωναν τα παιδιά τα χέρια τους στον περίεργο χαιρετισμό του φασισμού, πώς άκουγαν τα ονόματα της Βαρκελώνης και του Μπιλμπάο (σ.σ. αναφορά στον Ισπανικό Εμφύλιο), πώς έκλαψαν τον Φεντερίκο Γκαρτσία Λόρκα. Δε θα καταλάβαιναν αν τους μιλούσαμε για υπερίτη (σ.σ. γνωστός και ως αέριο μουστάρδας, θανατηφόρος χημική ουσία που χρησιμοποιήθηκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο), για τους Σουδήτες (σ.σ. το ζήτημα των Σουδητών, Γερμανών που κατοικούσαν εντός των ορίων της Τσεχοσλοβακίας, διευθετήθηκε από τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τους Αγγλογάλλους με την επαίσχυντη Συμφωνία του Μονάχου το 1938), για το Ντάντσιχ (σ.σ. η λεγόμενη Ελεύθερη Πόλη του Ντάντσιχ, μια πόλη-κράτος που δημιουργήθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη σύναψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών)· τα δάκρυα για το Παρίσι που δεν είχαμε γνωρίσει ακόμα, το θρήνο της Δουνκέρκης (σ.σ. η περίφημη Μάχη της Δουνκέρκης και η διά θαλάσσης διαφυγή των ηττημένων και εγκλωβισμένων Βρετανών μέσω του ομώνυμου γαλλικού λιμανιού το 1940), το ξάφνιασμα του Νάρβικ (σ.σ. λιμάνι της Νορβηγίας, όπου οι χιτλερικές ένοπλες δυνάμεις υπέστησαν τις πρώτες βαριές απώλειές τους το 1940). Ο Σαγγάριος (σ.σ. αναφορά στην περίφημη Μικρασιατική Εκστρατεία) ήταν το πρώτο μας παραμύθι, μαζί με τη φωτιά της Σμύρνης και τους τσέτες (σ.σ. περί της διαβόητης Μικρασιατικής Καταστροφής ο λόγος). Δεν είναι πια γνωστή στα παιδιά μας η λέξη «πρόσφυγας», και «του αϊτού ο γιος» (σ.σ. ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’) δεν τους λέει τίποτα. Κι αν δουν σε κάποιο μουσείο ένα μαύρο δίκωχο, δε θα δακρύσουν, αφού δεν έχουν δη τη μορφή εκείνου που το φορούσε.
Τα παιδιά μας γεννήθηκαν ύστερα από τη Χιροσίμα, τότε που εμείς κλείσαμε τα μάτια στην εωσφορική λάμψη της έκρηξης και δεν είχαμε τον καιρό ν’ αναλογισθούμε τι μας περιμένει. Δεν είμασταν κακοί· είχαμε δώσει ψωμί στους Ιταλούς στρατιώτες, μοιράσαμε το τσιγάρο μας με κάθε φυλή. Πού να θυμόμαστε τώρα πια τη φυλή των Γκούρκας (σ.σ. οι Γκούρκας, οι ατρόμητοι πολεμιστές των Ιμαλαΐων, πολέμησαν επί ελληνικού εδάφους την ταραχώδη δεκαετία του ’40), που σταμάτησε για μια στιγμή στο σπίτι μας; Και γνωρίσαμε τη φωνή του Goethe τόσο βάναυσα, που φοβόμαστε ακόμα να το θυμηθούμε. Τα παιδιά μας δεν είδαν το κίτρινο πεντάλφα των Εβραίων, δεν έχασαν τους φίλους τους στο κρεματόριο, η αγαπημένη τους Ραχήλ δεν έγινε σαπούνι. Όλα αυτά δε γίνονται τραγούδι, ούτε θέατρο, ούτε βιβλία. Έχουν γίνει πίκρα μέσα στις καρδιές μας και γεννούν κακούς εφιάλτες τις νύχτες. Στα παιδιά μας μπορούμε να πούμε μονάχα: πεινάσαμε, πονέσαμε, ελπίσαμε. Τώρα ζούμε· τώρα περάσαμε πέρα από την ελπίδα…
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 4.3.1967, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Τα μάτια των παιδιών μάς ρωτούν: Μπορούμε να ελπίζουμε, μπορούμε να ζήσουμε; Τι έχουμε να τους πούμε; Αφού εμείς ζήσαμε και ζούμε, αφού είμαστε ακόμα όρθιοι και κάνουμε όνειρα, θα πη πως μπορείτε, κάτι παραπάνω, πως πρέπει να ζήσετε και να ελπίζετε και να κάνετε όνειρα. Αν δεν είναι καυτός ο ήλιος της χαράς σας, είναι όμως ήλιος, το σκοτάδι το περάσαμε εμείς· εσείς στεκόσαστε γερά στα πόδια σας, τα μάτια σας βλέπουν μπροστά, οι αρμοί σας είναι γεροί για να χορέψετε, να κάνετε έρωτα, να χτίσετε σπίτια, για να σας φέρουν στο φεγγάρι.
Τα μάτια των παιδιών μάς κατηγορούν: Για την κακία που βλέπουν γύρω τους, για τις αδυναμίες μας, για την απιστία μας, για την υποκρισία μας. Και τα μάτια των παιδιών είναι καθαρά και φωτεινά· έτσι ήταν και τα δικά μας μάτια, έτσι είναι και τώρα, όταν μείνουμε μονάχοι μέσα στο σκοτάδι και ονειρευόμαστε· έτσι θέλουμε να είναι όλα τα μάτια κι όλες οι καρδιές των ανθρώπων. Είμαστε λιγότερο κακοί απ’ όσο μας νομίζουν τα παιδιά μας, είμαστε όμως αδύνατοι. Χρειαστήκαμε να ξοδέψουμε τις δυνάμεις μας, όλες μαζί, σε μια μέρα ή σ’ ένα χρόνο, ποιος είχε καιρό να μετράη τότε τις στιγμές; Η Λευτεριά ζητούσε αίμα και πόνο, και της τα προσφέραμε αφειδώλευτα· το σκοτάδι ζητούσε φως και το πήρε από τα δικά μας μάτια· οι άνθρωποι ζητούσαν ψωμί κι ελπίδα, και τα σκορπίσαμε, όπου βρισκόμασταν. Δουλεύαμε για το μέλλον του ανθρώπου, της πατρίδας, της γης, δε νοιαζόμασταν για το δικό μας μέλλον. Τα νεανικά μας όνειρα είχαν δεθή με τα όνειρα ολόκληρης της Ευρώπης, ολόκληρου του κόσμου. Η τέχνη κι η επιστήμη υπηρετούσαν μ’ ενθουσιασμό σκοπούς αλλότριους απ’ τους δικούς τους, όμως σκοπούς που τους πίστευαν υψηλούς και μεγάλους. Μπορούμε να τις κατηγορήσουμε γι’ αυτό;
Μπροστά στα εταστικά (σ.σ. εξεταστικά, διερευνητικά, παρατηρητικά) μάτια των παιδιών μας αισθανόμαστε συχνά ντροπιασμένοι, γιατί και κείνα και μεις πιστέψαμε πως είχαμε ξεπεράσει την ανθρώπινη μοίρα, πως αποκαθαρθήκαμε μέσα στην πυρά της δοκιμασίας από τις μικρότητες και τις αδυναμίες της ζωικής μας φύσης. Και μας είναι οδυνηρή η αποκάλυψη πως μείναμε άνθρωποι, με έγνοιες και φροντίδες ασήμαντες, με εγωισμούς και ματαιοδοξίες απροσδόκητες. Μας είναι συντριπτική η διπλή εμπειρία της ανάτασης και της πτώσης. Αδυνατούμε να παραδεχτούμε πως εμείς που σταθήκαμε για μια έστω στιγμή σε κορυφαία βαθμίδα της ανθρώπινης ζωής, γυμνοί και περήφανοι μπροστά στο θάνατο, θαρραλέοι και καθαροί στη δοκιμασία, αγνοί κι έτοιμοι ν’ αποδείξουμε τη θεϊκή μας καταγωγή, βρισκόμαστε και πάλι μέσα στο ανθρώπινο σαρκίο, έτοιμοι για συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, δειλοί και τρομαγμένοι, με σκέψεις εφήμερες και ταραγμένες από τα ασήμαντα προβλήματα της καθημερινής μας ζωής. Κοντεύουμε να ξεχάσουμε τον εαυτό μας, να πιστέψουμε πως όλα όσα ζήσαμε κάποτε ήταν ένα όνειρο μακρυνό και ξένο.
Δεν είναι ανάγκη ν’ απολογηθούμε, φτάνει μονάχα η εξομολόγηση. Και φτάνει μονάχα η αγάπη προς τα παιδιά μας, για να τους πείση πως κάποτε μας αδικούν. Πως δεν τους ωφελεί να παίρνουν πάντα τη θέση του κατηγόρου, έτοιμοι να κεραυνώσουν τους αμαρτωλούς, γιατί μια τέτοια στάση μαρτυρεί πολύν εγωισμό, κάποτε αδικαιολόγητο. Πιστεύουν πως εκείνοι είναι καλύτεροί μας· αυτό πιστεύουμε και μεις. Ξέρουν πως κάναμε λιγότερα απ’ όσα μπορούσαμε· το ξέρουμε και λυπόμαστε γι’ αυτό. Νιώθουν πως δεν είμασταν όσο θα ήθελαν ειλικρινείς απέναντί τους κι απέναντι στον εαυτό μας· καταλαβαίνουμε το αίσθημά τους αυτό. Όμως πρέπει να τους το πούμε θαρραλέα και περήφανα, και είμαι βέβαιος πως το καταλάβουν και θα το εκτιμήσουν: Δεν περάσαμε από τη ζωή ανυποψίαστοι, ούτε κύλησαν άδειες οι μέρες μας, ούτε γέμισαν μονάχα με τον εαυτό μας. Αν η γενιά των είκοσι χρόνων γεννήθηκε κάπου γύρω στα 1945, ας σκεφτή πως η χρονολογία εκείνη δεν ήταν ούτε η πρώτη χρονιά της ανθρώπινης ζωής, ούτε μια από τις αμέτρητες εκείνες χρονιές που διαδέχονται η μια την άλλη με κουραστική μονοτονία και ομοιομορφία. Ήταν μια χρονιά σημαδεμένη για πάντα στη ζωή του κόσμου· σημαδεμένη θα πη πως αμέτρητοι άνθρωποι, αυτοί που σήμερα γεμίζουν ανώνυμοι τις πολιτείες της Ευρώπης ή τα νεκροταφεία της, κατόρθωσαν να τη σημαδέψουν, δουλεύοντας κάθε στιγμή και κάθε ώρα χρόνια πολλά προτού να φτάση. Ακόμα πιο απλά και ωμά σημαίνει πως άνθρωποι που ήταν τη χρονιά εκείνη στην ηλικία της σημερινής φοιτητικής γενιάς δεν είχαν προλάβει να κρίνουν τους πατέρες τους, γιατί πλήρωναν με το αίμα τους τούς πατρικούς λογαριασμούς· δεν είχαν προλάβει να σκεφτούν για το μέλλον τους, γιατί είχαν να πολεμήσουν με το τουφέκι στο χέρι γι’ αυτό· δεν είχαν προλάβει να τραγουδήσουν παρά τραγούδια ηρωικά και πένθιμα, δεν είχαν προλάβει ν’ αγαπήσουν τίποτε άλλο από τον Άνθρωπο, τη Λευτεριά και το Θάνατο.
Ποιος μπορεί να πη τι κάναμε, τι πήραμε και τι δώσαμε, η γενιά μας, ας πούμε η γενιά του ’40; Ένα μονάχα μπορούμε να πούμε: Πολύ αγαπήσαμε, πολύ πονέσαμε και πολλά ελπίσαμε. Και ελπίζουμε, γιατί μάθαμε να μην απελπιζόμαστε μπροστά σε τίποτα.
*Επιφυλλίδα του Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Εξομολόγηση» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το Σάββατο 4 Μαρτίου 1967. Ο επικείμενος εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου καθιστά το υπέροχο κείμενο του Ανδρόνικου άκρως επίκαιρο.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος, διαπρεπής αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και διανοούμενος, γεννήθηκε στην Προύσα της Μικρασίας στις 23 Οκτωβρίου 1919 και απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.
Σε πολύ μικρή ηλικία, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Ανδρόνικος εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του (ο πατέρας του καταγόταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ιμβρο) στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1936-1940), μαθητεύοντας κοντά στον καθηγητή Αρχαιολογίας Κωνσταντίνο Ρωμαίο, μορφή καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του Ανδρόνικου.
Αναγορεύτηκε διδάκτορας της ίδιας σχολής το 1952, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μετεκπαιδευθείς στην Οξφόρδη, στο πλευρό του διάσημου βρετανού καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας και Τέχνης σερ John Beazley.
Το 1949 ο Ανδρόνικος διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων, αφού νωρίτερα είχε υπηρετήσει ως φιλόλογος στο Διδυμότειχο και στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Σχινά, στη Θεσσαλονίκη. Παρέμεινε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία έως το 1957, όταν εξελέγη υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε ως καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο πάνω από μία εικοσαετία.
Ο Ανδρόνικος πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες σε περιοχές της Μακεδονίας, αλλά το κύριο ανασκαφικό έργο του επικεντρώθηκε στη Βεργίνα της Ημαθίας, όπου έφερε στο φως τους περίφημους βασιλικούς τάφους (μεταξύ αυτών, τον ασύλητο τάφο του Φιλίππου Β’, βασιλιά των Μακεδόνων και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Τα λαμπρά ευρήματα της Βεργίνας αφενός μεν εδραίωσαν την πεποίθηση ότι εκεί βρίσκονταν οι Αιγές, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων και πρωτεύουσα του βασιλείου τους προ της Πέλλας, αφετέρου δε πρόσφεραν αδιάσειστα τεκμήρια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Οι Αιγές είχαν μείνει επί αιώνες στην αφάνεια, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η σκαπάνη του Ανδρόνικου συνάντησε την ιστορία στη Μεγάλη Τούμπα των Αιγών, το Νοέμβριο του 1977.
Άνθρωπος ευγενής, με υψηλό ήθος, σπάνια καλλιέργεια και έμφυτη καλαισθησία, ο Ανδρόνικος υπήρξε πάνω απ’ όλα ένας μέγας δάσκαλος, εντός και εκτός των πανεπιστημιακών αιθουσών. Παράλληλα, ήταν μια προσωπικότητα πολυδιάστατη: ακάματος εργάτης του πνεύματος με ευρύτατο συγγραφικό έργο (μεταξύ πολλών άλλων, επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας «Το Βήμα»), άριστος γνώστης της αρχαιότητας, της φιλολογίας και της ιστορίας, ιστορικός της τέχνης, κοινωνός των διεθνών πνευματικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων.
Κατά την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν αυτός που «με το μεγαλόπνοο έργο του έδωσε νέες πλατιές διαστάσεις στο αρχαίο ελληνικό κατόρθωμα και θεμελίωσε αναμφισβήτητα την οργανική συνέχεια του πανελλήνιου μέσα στην ακεραιότητα του ελληνικού χώρου. […] Ο Ανδρόνικος μπορούσε να υποτάξει το όνειρό του στην πραγματικότητα, την ιστορική, την εθνική και την επιστημονική. Σίγουρα, η Ιστορία θα κρατήσει το όνομά του συνδεδεμένο με τις Αιγές, όπως κράτησε τη μνήμη του Σλήμαν συνδεδεμένη με την Τροία και τις Μυκήνες».
- Αυτές οι δύο τροφές είναι οι πιο απολαυστικές «ασπίδες» για την καρδιά
- Ρεύμα: Τα νέα πορτοκαλί τιμολόγια και πότε μας συμφέρουν
- Σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ: Επιχείρηση-ξέπλυμα των επιδοτήσεων
- Κρήτη: Στεγνώνει ο κάμπος της Μεσαράς
- Stranger Things:: Η 5η σεζόν σπάει όλα τα ρεκόρ
- Σχέσεις: Πόσο καλό είναι ο σύντροφός σου να είναι και ο κολλητός σου;




