Σάββατο 04 Μαϊου 2024
weather-icon 21o
Αφροδίτη Μάνου: «Η τέχνη σήμερα έχει απαξιωθεί παγκοσμίως»

Αφροδίτη Μάνου: «Η τέχνη σήμερα έχει απαξιωθεί παγκοσμίως»

Η ερμηνεύτρια μιλάει για ζοφερούς καιρούς, χαρίσματα και βάσανα, την «επανάσταση» με τον Θεοδωράκη και τις συζητήσεις με τον Χατζιδάκι

Υπάρχει ένας εκπληκτικός στίχος της Κικής Δημουλά – και ποιος άλλωστε στίχος της δημιουργού του «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» δεν είναι εκπληκτικός; – που λέει «Σιγά σιγά μυθιστορίζεσαι». Εννοώντας σαφώς πως ακόμη και οι πιο προσωποπαγείς περιπέτειες και δοκιμασίες ενός ανθρώπου, του οποιουδήποτε ανθρώπου, όσο σκληρές κι αν έχουν υπάρξει, μεταβάλλονται σ’ ένα «υλικό», όπως ακριβώς θα το παρακολουθούσε κανείς στις σελίδες ενός μυθιστορήματος. Και η «δικαίωση» αυτή όπως τη διατύπωσε μια ποιήτρια που παρέμεινε ως το τέλος της ζωής της απαρηγόρητη για τη «μοίρα» των ανθρωπίνων, αποκτά πολλαπλάσια σημασία όταν αφορά σ’ έναν καλλιτέχνη, αφού, συνήθως δεν χρειάζεται να έρθει η ώρα της αναπόλησης για να αισθανθεί ο ίδιος ως «ήρωας» ενός μυθιστορήματος καθώς το «μυθιστόρημα» έμοιαζε να γράφεται ενώ ήταν σε πλήρη δράση. Μια εντονότατη «γεύση» του στίχου της Κικής Δημουλά αποκτά κανείς παρακολουθώντας τη στοχαστικά ταραχώδη ανέλιξη της ζωής και της σταδιοδρομίας της τραγουδοποιού Αφροδίτης Μάνου, που με την αδελφή της, την τραγουδίστρια Μαρία Δημητριάδη αποτέλεσαν δύο ενεργητικές μονάδες στην περιπέτεια αυτής της μεγάλης υπόθεσης που λέγεται «ελληνικό τραγούδι».

Το πρώτο ερώτημα που ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη σου, ιδιαίτερα όταν συζητάς μ’ έναν καλλιτέχνη και προπαντός όταν έχει ολοκληρωθεί ένας κύκλος όσον αφορά τη δραστηριότητά του, είναι, σε ποιον βαθμό η δημιουργία του έχει εξελιχθεί μέσα του σε μία ανεξαγόραστη προσωπική παρακαταθήκη ώστε θα του ήταν αδύνατον να επιχειρήσει οτιδήποτε άλλο. «Δεν ξέρω αν αξίζει αυτό που έχω κάνει, ξέρω όμως ότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Αν και υπήρξα μια πολύ καλή μαθήτρια στο σχολείο, με πολλά ενδιαφέροντα σε σχέση με τα μαθηματικά και με τη γλώσσα, είχα ανησυχίες, ήθελα να διαβάζω, να μαθαίνω, και θα μπορούσα επομένως να κάνω κάτι σ’ έναν άλλον τομέα, όμως δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν μπορείς να κάνεις παρά αυτό που αισθάνεσαι να σου έχει δοθεί. Κάνω ό,τι μπορώ για να εξηγήσω στα νέα παιδιά ότι η δουλειά η δική μας, ιδιαίτερα το τραγούδι, είναι σε πολύ κακή κατάσταση αυτή τη στιγμή, απαξιωμένο και απλήρωτο, όμως αν κάτι σου έχει δοθεί, δεν γλιτώνεις. Είναι σαν κάποιος να σου έχει βάλει κάτι στο χέρι και να σε σπρώχνει να τας πας παραπέρα.

Δεν το πας βέβαια, όπως ο Σίσυφος, αλλά δεν παύεις να προσπαθείς συνεχώς. Πρόκειται για ένα βάσανο, ή μάλλον για κάτι που επειδή, ακριβώς, σου έχει δοθεί σαν χάρισμα, μοιάζει ταυτόχρονα να έχει σφραγιστεί με μια αίσθηση ανικανοποίητου. Να προσπαθείς συνέχεια, να τα βάζεις με τον εαυτό σου, φροντίζοντας παράλληλα να σταθείς στο ύψος όσων γίνονται γύρω σου, είναι ένα παιχνίδι που τελικά το συνηθίζεις, όσο κι αν είναι δύσκολο κι αχάριστο. Οταν όμως πετύχεις κάτι, είναι τόση μέσα σου η χαρά που πραγματικά δεν εξαγοράζεται με τίποτα. Ισως να «ευθύνεται» το γεγονός πως όταν θέλεις να κάνεις τέχνη, το κύριο κίνητρο μέσα σου δεν είναι το κέρδος. Με συνέπεια η τέχνη να έχει απαξιωθεί τελείως στην εποχή μας παγκοσμίως, γιατί υπάρχουν άλλες προτεραιότητες στους ανθρώπους. Από την άλλη όμως δεν μπορεί να φανταστεί κανείς μια κοινωνία χωρίς τέχνη. Ανθρώπους δηλαδή που να μην χρειάζονται τη μουσική, ή τη διέξοδο χάρη σ’ ένα μυθιστόρημα, σε μια ταινία, σ’ ένα θεατρικό έργο. Το τρίπτυχο ζωή – όνειρο – τέχνη φαίνεται ως ένα ομοούσιο σύμπλεγμα ώστε να μπορεί ν’ αντέξει κανείς αυτά που συμβαίνουν γύρω του και μέσα σου».

Οπως μας αρέσει συνήθως να φανταζόμαστε για έναν καλλιτέχνη πως προέκυψε «από το πουθενά» και πάλεψε με πολύ αντίξοες και βασανιστικές συχνά συνθήκες προκειμένου να επιβιώσει και να δημιουργήσει, άλλο τόσο μας ευχαριστεί να πιστώνεται το ξεκίνημά του, τουλάχιστον, σ’ ένα ευνοϊκό και παρηγορητικό οικογενειακό ή συγγενικό περιβάλλον. «Δεν μπορώ ν’ απαντήσω με σιγουριά για το αν έπαιξε ή δεν έπαιξε ρόλο η οικογένειά μου ώστε και η αδελφή μου και εγώ να γίνουμε τραγουδίστριες γιατί οι γονείς μας, αν και είχανε μουσικό αφτί, θα προτιμούσανε να έχουμε γίνει κάτι άλλο και να τραγουδάμε στα σπίτια μας στις γιορτές. Ηταν όμως η εποχή που μεσουρανούσαν ο Χατζιδάκις κι ο Θεοδωράκης κι επομένως η συνεργασία μ’ αυτούς τους δύο κολοσσούς ήταν κάτι πολύ σημαντικό, δεν πήγαινες απλά να τραγουδήσεις για να διασκεδάσεις τον κόσμο.

Ωστόσο ως καταλυτικότερο λόγο αναγνωρίζω τη δικτατορία (το ’67 ήμουνα δεκατεσσάρων χρόνων) με την απαγόρευση του Θεοδωράκη. Η απαγόρευση αυτή μ’ έκανε να θέλω να βγω να τραγουδήσω Θεοδωράκη. Η αδελφή μου άρχισε να κάνει πρόβες μαζί του, αισθανόμασταν εμείς τα παιδιά αυτή την υπόθεση – το να τραγουδάμε Θεοδωράκη – σαν ένα είδος κοινωνικής προσφοράς. Δεν ξέρω αν θα είχα γίνει αριστερή σε περίπτωση που δεν είχε μεσολαβήσει η δικτατορία. Στο μεταξύ διαβάζοντας έχω αλλάξει απόψεις, γενικά είμαι εναντίον των κομμάτων.

Επομένως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, η εποχή που μας έσπρωξε σ’ αυτή τη δουλειά. Αλλά φαίνεται πως κάποια αξία είχαμε κι εμείς για να δουλέψουμε με τους μεγαλύτερους και τους σημαντικότερους μουσικούς, ποιητές και στιχουργούς. Σκέφτομαι αυτές τις μέρες, τα απογεύματα, ίσως γιατί είναι άνοιξη και η εικόνα της μαραζωμένης Αθήνας είναι πιο αισθητή, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Τσαρούχη, τον Φασιανό, τη Μελίνα, τον Κακογιάννη, τον Κούνδουρο το πόσο αγαπούσαν την Ελλάδα και κατόρθωσαν να την κάνουν γνωστή σε μια πάρα πολύ δύσκολη εποχή, πριν ακόμη έρθει η δικτατορία. Ο,τι καλό έβγαλε η Ελλάδα δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο, το πήγαν ως την άκρη της γης κι έτσι μπορούμε και αντέχουμε κι εμείς ως σήμερα. Αλλά και να διατηρούμε μια ελπίδα για κάτι που αν και χάνεται με τρομακτική ταχύτητα, δεν θα εξαφανιστεί ολοκληρωτικά. Ετσι μπορώ να διατηρώ μια δύναμη και μια αίσθηση ανωτερότητας, που την αξίζω δεν την αξίζω, την έχω ωστόσο κληρονομήσει».

Ισοπέδωση για το κέρδος

Δεν μπορεί να ξέρει κανείς, αν και είναι δυνατόν να ελεγχθεί, σε ποια χρονολογία τοποθετείται η κρίσιμη καμπή, ώστε μια συζήτηση μ’ έναν καλλιτέχνη να μην περιορίζεται σε θέματα ακραιφνώς καλλιτεχνικά, αλλά αν δεν μονοπωλείται, σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος της, να απλώνεται σε ζέοντα, σύγχρονων ή παλαιότερων καιρών, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. «Ο κόσμος δεν πάει καλά και, αν και γενικόλογη η παρατήρηση αυτή, μπορεί να θεωρηθεί και ως μια εξήγηση του πολέμου στην Ουκρανία. Και αν δεν προκύψει μια συνολική καταστροφή, όπως λένε αυτοί που ξέρουν, λόγω μιας πυρηνικής εξάπλωσης του πολέμου, δεν αποκλείεται να αναδυθεί κάτι καλό, αφού ενδέχεται να καταλάβει ο κόσμος πως δεν άξιζε να θάψουμε τις αξίες μας και τις υψηλές ιδέες μόνο και μόνο για να πηγαίνουμε στο Παρίσι χωρίς διαβατήριο, ή για ν’ αγοράζουμε αμερικάνικο αντί για ελληνικό αλεύρι.

Για να βρεθούμε ξαφνικά σ’ έναν κόσμο που μας ισοπεδώνει, που καταστρέφει κάθε εθνικό και πολιτιστικό επίτευγμα, ιδιαίτερα σε χώρες σαν τη δική μας που έχουν μια μεγάλη ιστορία, κι όλα αυτά για το κέρδος, για τις αγορές και τα χρηματιστήρια. Το ακόμα πιο δυσάρεστο και εξοργιστικό είναι πως η εξομοίωση αυτή γίνεται στο όνομα των ανοιχτών συνόρων και του ότι είμαστε όλοι ίδιοι. Φυσικά όλοι άνθρωποι είμαστε κι έχουμε τα ίδια δικαιώματα, αλλά δεν είναι αυτό που ενδιαφέρει όσους κάνουν κουμάντο αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να δημιουργήσουν μια άμορφη μάζα ανθρώπων που να μην αισθάνονται καμιά συγγένεια ανάμεσά τους, αλλά ν’ αντιμετωπίζουν εχθρικά ο ένας τον άλλον και να μην μπορούν να ενωθούν και να διεκδικήσουν κάτι. Το ερώτημα όμως είναι ποιος μπορεί να ζήσει μέσα σε αντίστοιχες συνθήκες.

Επειδή είμαι πολύ του Ιντερνετ και συζητώ με πολλούς ανθρώπους που κρύβουν ωστόσο το όνομά τους γιατί δεν θέλουν να εκτεθούν, παρατηρώ να έχει αφάνταστα διογκωθεί ο αριθμός των εξαγριωμένων ανθρώπων. Ανθρωποι που βρίζονται μεταξύ τους, που τους φταίει κάτι αλλά δεν μπορούν να προσδιορίσουν τι είναι αυτό που τους φταίει. Ετσι όπως έχει παγκοσμιοποιηθεί η εξουσία δεν έχει κανείς αυτή τη στιγμή με ποιον να τα βάλει. Μιλάμε πραγματικά για ζόφο, γι’ αυτό και δεν μπορεί να δημιουργηθεί τέχνη. Προσωπικά έχω υιοθετήσει τη «γραμμή» ότι δεν υπάρχει πια Δεξιά, δεν υπάρχει Αριστερά, οι ιδεολογίες έχουν τελειώσει, όλα αυτά ήταν απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης και με την παγκοσμιοποίηση έχουν πια εκλείψει. Το μόνο φως που βλέπω θα ήταν να φύγουν οι μεσάζοντες από την εξουσία. Ούτε επανάσταση ούτε αίματα. Στην εξουσία θα είναι ο λαός, η κοινωνία, με εκπροσώπους του ανακλητούς, όχι μόνιμους. Με ειδικούς συμβούλους κι επιστήμονες που θα συμβουλεύουν τις κοινότητες κι όχι μ’ έναν πρωθυπουργό που σε βάζει και τον ψηφίζεις κάθε τέσσερα χρόνια και μετά δεν κάνει ποτέ τίποτε σε σχέση με αυτά που έχει υποσχεθεί».

Κουβέντες με τον Μάνο

Για τον καθένα που έχει γνωρίσει και συναναστραφεί μεγάλους δημιουργούς, επόμενο είναι ένας σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους να κυριαρχεί στη μνήμη του και τη συνείδησή του, πολύ περισσότερο όταν είναι σε μια ηλικία που μια μορφή απολογισμού έχει μεταβληθεί σε μια αυθόρμητη, καθημερινή του ανάγκη. «Θα το πω απερίφραστα, ο Χατζιδάκις. Είχα την ευτυχία να δουλέψω μαζί του, θα πρέπει να ήταν το ’88 ή το ’89, όταν είχε κάνει στο «Ζουμ» ένα μουσικό ακρόαμα με τον τίτλο «Στον Σείριο υπάρχουν παιδιά». Είχαμε δουλέψει μαζί του όλοι οι καλλιτέχνες του τραγουδιού – κι όταν λέω όλοι εννοώ όλοι – για κάποιες μέρες ο καθένας, σε κάποιο πρόγραμμα. Είχα την τύχη να τραγουδάω στο ίδιο σχήμα με τον Γιώργο Νταλάρα που τον είχε βάλει ο Χατζιδάκις να τραγουδάει για σαράντα λεπτά, πριν από μένα, μόνο με τσέλο και πιάνο, δύσκολο πράγμα.

Αλλά κι ένα πολύ ενδιαφέρον άκουσμα που επειδή όμως είχε έναν χαρακτήρα avant garde, το είχε βάλει ο Χατζιδάκις στην αρχή του προγράμματος, ενώ οι ακροατές ήταν ακόμη ξεκούραστοι. Ο Νταλάρας είχε το μεγαλύτερο καμαρίνι στο «Ζουμ» και μόλις έβγαινε στη σκηνή, ο Χατζιδάκις με τον καφέ του κι εγώ με τον δικό μου, στο καμαρίνι του Νταλάρα για σαράντα βράδια επί σαράντα λεπτά μιλούσαμε ασταμάτητα. Αυτός ο άνθρωπος μου έδωσε τόσα φτερά και τόση γνώση, μου άνοιξε τόσα παράθυρα και με τόση αγάπη, όπως δεν το είχε κανείς άλλος στη ζωή μου. Διέθετε μια βαθιά αυτογνωσία και η κριτική στάση απέναντι στον εαυτό του, αλλά με σιγουριά και αυτοπεποίθηση, τον προφύλασσε από το να αισθανθεί ως υποδεέστερος αλλά και η γνώση της αξίας του να διατηρείται σ’ ένα σωστό μέτρο. Μπορούσε να γίνει αφάνταστα εξομολογητικός όπως και διδακτικός χωρίς όμως ποτέ να δείχνει με το δάχτυλο. Και βεβαίως δεν μιλούσαμε για μουσική. Μιλούσαμε κυρίως για πράγματα της ζωής, για τους γονείς, για τον έρωτα, για τη θρησκεία, για την Ελλάδα πάρα πολύ, για τις ανθρώπινες σχέσεις. Αναγνώριζες έναν άνθρωπο που έμπαινε βαθιά μέσα στον εαυτό του, ενώ συνήθως οι καλλιτέχνες, τουλάχιστον οι δικοί μας, δεν βαθαίνουν μέσα τους. Θα πρέπει να ήταν πέντε με έξι χρόνια πριν πεθάνει, τώρα η ίδια είμαι σε μεγαλύτερη ηλικία απ’ ό,τι ήταν ο Χατζιδάκις τότε».

Sports in

Φενέρμπαχτσε – Μονακό 62-65: Πήρε το «θρίλερ» και ισοφάρισε σε 2-2!

Η Μονακό επικράτησε 65-62 στην έδρα της Φενέρμπαχτσε και πλέον η πρόκριση στο Final Four θα κριθεί στο Game 5.

Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

in.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθύντρια Σύνταξης: Αργυρώ Τσατσούλη

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΜΜΕ Α.Ε.

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 800745939, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: in@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

ΜΗΤ Αριθμός Πιστοποίησης Μ.Η.Τ.232442

Σάββατο 04 Μαϊου 2024