Πάνω που η κυβέρνηση φαινόταν ότι θα αντιμετώπιζε μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της ιστορίας, με υπουργούς να μαλλιοτραβιούνται σχεδόν μέσα στο υπουργικό συμβούλιο, ο Αλέξης Τσίπρας έδειξε για άλλη μια φορά πόσο ικανός είναι κυνικά να αλλάζει τους όρους της πολιτικής ατζέντας.

Σκεφτείτε λίγο τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. 

Η επίσκεψη Καμμένου στις ΗΠΑ, όπου με ύφος πρωθυπουργού άρχισε να λέει ενώπιον των έκπληκτων αμερικανών ότι υπάρχει Plan B για μετά την αποτυχία της Συμφωνίας των Πρεσπών, ήταν κανονικά το χαμηλότερο σημείο ως προς τη συνοχή αυτής της κυβέρνησης.

Ο υποτιθέμενος συγκυβερνήτης αμφισβητούσε την εξωτερική πολιτική της χώρας και μάλιστα όταν του ασκήθηκε κριτική, ύστερα από διαρροές του ίδιου του Μαξίμου, έσπευσε να τα βάλει με τη μόνη απογευματινή εφημερίδα που στηρίζει ανεπιφύλακτα την κυβέρνηση, παρότι αυτή είχε απλώς αναμεταδώσει τις διαρροές του Μαξίμου.

Ο Τσίπρας έσπευσε όχι μόνο να τον συναντήσει σε ραντεβουδάκι στη Λέσχη Αξιωματικών αλλά και την άλλη μέρα να αντιμετωπίσει τον ίδιο τον υπουργό Εξωτερικών ως την Ιφιγένεια που έπρεπε να θυσιαστεί για το καλό της κυβέρνησης, ικανοποιώντας ουσιαστικά τον Καμμένο που υποτίθεται ότι ήταν στο στόχαστρο για παρέκκλινε από την κυβερνητική γραμμή.

Και ενώ η κατάσταση έδειχνε να ξεφεύγει από τον έλεγχο καθώς ο Κοτζιάς δεν είχε καμιά διάθεση να σιωπήσει, αλλά αντίθετα επέλεξε να μιλήσει για τις όσα είπε ο Καμμένος στο υπουργικό συμβούλιο.

 Και αυτά που ειπώθηκαν έκαναν ακόμη χειρότερη την εικόνα της κυβέρνησης.

 Γιατί δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα να υποστηρίζει ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης στην οποία αυτός συμμετέχει προωθείται μέσω αθέμιτων χρηματοδοτήσεων από ξένες οργανώσεις.

Κι όμως εν μέσω αυτού του μπάχαλου που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν η οριστική εικόνα παρακμής και αποδιάρθρωσης μιας κυβέρνησης, βγαίνει ξαφνικά σαν λαγός από το καπέλο η παραπομπή και προφυλάκιση του Γιάννου Παπαντωνίου.

«Βολική»  υπόθεση

Μια υπόθεση που ήταν γνωστή πολύ καιρό τώρα, αλλά με έναν πολύ «βολικό» τρόπο ήρθε την κατάλληλη στιγμή να αλλάξει την ατζέντα και να μας δείξει τον κυνικό τρόπο με τον οποίο ο Τσίπρας μπορεί κάποιες στιγμές να εμφανίζεται ως κυρίαρχος του πολιτικού σκηνικού.

Και δεν είναι η πρώτη φορά που αποδεικνύεται ικανός να χειρίζεται την επικοινωνία ως υποκατάστατο της πραγματικής πολιτικής.

Ας δούμε τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα της ίδιας της Συμφωνίας των Πρεσπών. 

Καμία ουσιαστική προεργασία, κανένας διάλογος μέσα στην κοινωνία, απλώς κάποια στιγμή ανακοινώθηκε μια διαπραγμάτευση που στην πραγματικότητα είχε ήδη γίνει, με βασικό κριτήριο  να αλλάξει και τότε η ατζέντα και να τρέχει η αντιπολίτευση να δει ποια θέση θα πάρει.

Το ίδιο ακόμη και με το θέμα των συντάξεων. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ στους άνω των 65 είχε παραδοσιακά τα χειρότερα αποτελέσματά του. 

Σκέφτηκαν λοιπόν στη διαπραγμάτευση να επικεντρώσουν στην μη περικοπή των συντάξεων (των παλιών συνταξιούχων γιατί όσοι βγαίνουν στη σύνταξη μετά το νόμο Κατρούγκαλου θα πάρουν ούτως ή άλλως μειωμένες συντάξεις), γιατί ήξεραν ότι για επικοινωνιακούς λόγους δύσκολα θα μπορούσε η αντιπολίτευση να πει κάτι (ιδίως όταν ήταν αυτή που κατεξοχήν επικέντρωνε την πολεμική της σε αυτή τη μείωση). 

Βέβαια για να το πετύχουν αυτό – μια που μάλλον οι Βρυξέλλες θα τους το δώσουν – δεν δίστασαν να θυσιάσουν ουσιαστικά ένα ολόκληρο πακέτο κοινωνικών μέτρων.

Ας μην κοροϊδευόμαστε ο Τσίπρας δεν έχει πολιτική, αν με τον όρο πολιτική αναφερόμαστε σε έννοιες όπως πρόγραμμα, αρχές, αξίες. 

Ούτως ή άλλως στην Ελλάδα πολιτική κάνουν τα μνημόνια και οι «αυτόματοι πιλότοι» τους.

Ο Τσίπρας έχει απλώς και μόνο μια επικοινωνιακή στρατηγική για την εξουσία. 

Με όλο τον κυνισμό που αυτό συνεπάγεται. Με όλη την πραγματική περιφρόνηση για την κοινωνία και τις ανάγκες της.

Και το κάνει γιατί απέναντι του έχει κόμματα που σκέφτονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. 

Γιατί η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης το μόνο που έχουν να υποσχεθούν είναι ακόμη πιο νεοφιλελεύθερα μέτρα και η μόνη κριτική που έχουν να κάνουν είναι ότι ο Τσίπρας είναι… Μαδούρο, στο ίδιο επικοινωνιακό κόλπο συμμετέχουν και την ίδια επικοινωνιακή φούσκα συντηρούν. 

Γιατί δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν ως προς την πραγματική πολιτική και απλώς αναζητούν «επικοινωνιακό αφήγημα».-

Και μη νομίσετε ότι όλα αυτά περιορίζονται μόνο σε ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ. 

Δεν αφορά καν τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα τύπου Ποτάμι ή ΚΙΝΑΛ. 

Εδώ ακόμη και στην… εξωκοινοβουλευτική Αριστερά θα δει κανείς συλλογικότητες και περσόνες απλώς να… ζουν το μύθο τους ή να θεωρούν ότι είμαστε το καλοκαίρι του 2015 και διαγκωνίζονται σε κραυγές αντί να προσπαθούν να κάνουν σοβαρή αντιπολίτευση από τα αριστερά στον Τσίπρα.

Μόνο που όλα αυτά απλώς διαλύουν την πολιτική συζήτηση, εθίζουν την κοινωνία στο ότι πολιτική είναι μόνο θέαμα και ποτέ ουσία, ακυρώνουν τη δυνατότητα να γίνει σοβαρή κουβέντα και – το πιο επικίνδυνο – στρώνουν το έδαφος στην ακροδεξιά να το παίξει εναλλακτική λύση. 

Αλλά πότε υπήρξε σύνεση και διορατικότητα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα για τη βρούμε τώρα;