Έως και 98% προστασία προσφέρει ένα υπό ανάπτυξη εμβόλιο για τον ιό του έρπητα των γεννητικών οργάνων (HSV2) σύμφωνα με τα αποτελέσματα προκλινικών δοκιμών σε χοίρους και μαϊμούδες. Ήδη προγραμματίζονται οι πρώτες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους εντός του 2017 ή του 2018.

Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο PLoS Pathogens, επιστήμονες της Ιατρικής Σχολής «Πέρελμαν» του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, με επικεφαλής τον καθηγητή Λοιμωδών Νοσημάτων Χάρβεϊ Φρίντμαν του Ινστιτούτου Ανσολογίας, ανέπτυξαν ένα εμβόλιο που δημιουργεί τρία ξεχωριστά αντισώματα, από τα οποία το ένα εμποδίζει τον ιό να μολύνει τα κύτταρα και τα άλλα δύο τον εμποδίζουν να μπλοκάρει τη δράση του ανοσοποιητικού συστήματος.

«Πρόκειται για μια καινοτόμα στρατηγική και δουλεύει θαυμάσια. Κανένα άλλο υποψήφιο εμβόλιο δεν έχει αφήσει τόσες υποσχέσεις», σημειώνει ο Δρ Φρίντμαν.

Το εμβόλιο χορηγείται τρεις φορές σε μηνιαία χρονικά διαστήματα (η τρίτη δόση θα μπορούσε να δοθεί και μετά από έξι μήνες). Αν το εμβόλιο αποδειχθεί και στους ανθρώπους τόσο αποτελεσματικό, όσο και στα πειραματόζωα, τότε εκτιμάται ότι ο ιός HSV2 θα είναι δυνητικά μεταδοτικός μόνο κάθε δύο μέρες ανά 1.000 μέρες, πράγμα που ουσιαστικά θα σταματήσει την ικανότητά του να εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων.

Σήμερα, εκτιμάται ότι περίπου 500 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως έχουν μολυνθεί από τον
έρπητα των γεννητικών οργάνων (HSV2). Στις ανεπτυγμένες χώρες περίπου ένας στους έξι ανθρώπους, 15 – 49 ετών έχει μολυνθεί με τον HSV2, ενώ σε μερικές χώρες της Αφρικής έχει μολυνθεί πάνω από τον μισό ενήλικο πληθυσμό. Η μόλυνση με τον ιό, μεταξύ άλλων προβλημάτων, αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό HIV που προκαλεί το AIDS.

Οι γιατροί εδώ και τέσσερις περίπου δεκαετίες αναζητούν απεγνωσμένα ένα εμβόλιο -που σήμερα ακόμη δεν υπάρχει- για να σταματήσουν την παγκόσμια πανδημία. Μέχρι σήμερα κανένα υποψήφιο εμβόλιο δεν είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα στις κλινικές δοκιμές. Ο ιός παραμένει σε λανθάνουσα μορφή για μεγάλα διαστήματα στο σώμα και αποφεύγει την ανίχνευσή του από το ανοσοποιητικό σύστημα, με συνέπεια οι άνθρωποι να μη μπορούν να τον «ξεφορτωθούν».

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ