Από το βράχο όπου κάθομαι δε φαίνεται παρά μόνο το πέλαγος. Γύρω μου τα πουρνάρια, χαμηλωμένα από τους αέρηδες και χωμένα ανάμεσα στις πέτρες, στολίζουν τον άγονο λόφο.

Οι ακρογιαλιές, ατελείωτες. Η θάλασσα, αφρισμένη, στροβιλίζει μικρά βότσαλα γύρω από τα πόδια μου – το νερό, ζεστό, με πιτσιλάει απαλά και με καλεί να βουτήξω.

Κολυμπώ στην αγκαλιά των κυμάτων που με λικνίζουν – το δυνατό φως του καλοκαιριού πάνω στο έρημο τοπίο δίνει την ψευδαίσθηση ότι βλέπω μέχρι την άκρη του κόσμου.

Απομακρυσμένη στα βάθη του Nότιου Αιγαίου, η Κάσος επιβάλλεται αγέρωχα. Οι απότομες πλαγιές που καταλήγουν στην ακροθαλασσιά, οι κορυφές του ανέμου και των κουδουνιών των προβάτων, τα ερειπωμένα σπίτια, τα καφενεδάκια με τις ξύλινες καρέκλες, το ήσυχο λιμάνι, οι σιωπηλοί επισκέπτες, οι ντόπιοι με τις ιστορίες τους, τα γέλια των παιδιών, όλα γίνονται μια ενιαία σύνθεση απλότητας και γαλήνης.

Απέναντί μας, στον καθρέφτη της θάλασσας, οι ξέρες αλλάζουν χρώματα. Ασημίζουν, ροδίζουν, κοκκινίζουν, μωβίζουν – φιλιούνται με τα νερά, τα φύκια, τις πεταλίδες, τον ήλιο, την πάχνη, το φεγγάρι.

Το μικρό καραβάκι πηγαινοέρχεται. Αφήνει τους κολυμβητές στις αμμουδιές της Αρμαθιάς, το μικρό νησάκι της ανελέητης ομορφιάς: μπριλάντινη άμμος, που τη γλείφει η αιώνια τυρκουάζ θαλάσσα. Σιελ ουρανός που ακουμπά δυνατά και τρυφερά επάνω τους. Ψιθυρίζω στην ησυχία: «Αγαπήσαμε το Αιγαίο για την ομορφιά του, και η αγάπη μας το κάνει ακόμα πιο όμορφο».