Ένας αγαπημένος συνάδελφος, ο Ρούσσος Βρανάς έφυγε σήμερα, Παρασκευή, από τη ζωή σε ηλικία 62 ετών, έπειτα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.

Η νεκρώσιμος ακολουθία θα τελεστεί την Κυριακή στις 13:30 από το νεκροταφείο Καλλιθέας. Η οικογένεια παρακαλεί αντί στεφάνων, να κατατεθούν χρήματα στο «Παιδικό Χωρίο SOS».

Ο Ρούσσος γεννήθηκε στα Χανιά το 1950. Στην Ε’ Γυμνασίου έφυγε με υποτροφία για το Μέριλαντ των ΗΠΑ, όπου τελείωσε το σχολείο. ‘Ήταν 18,5 ετών και μέλος του ΠΑΚ όταν σπούδαζε στη Νομική Θεσσαλονίκης.

Τον Αύγουστο του 1969, μεσούσης της Χούντας, επηρεασμένος από μια ομιλία του Γεώργιου – Αλέξανδρου Μαγκάκη πέταξε μια βόμβα μολότοφ στις εγκαταστάσεις του κλιμακίου του ΝΑΤΟ στη Θεσσαλονίκη. Το χτύπημα θεωρήθηκε ιδιαίτερα συμβολικό στην εποχή του.

Συνελήφθη και πέρασε από δίκη, όπου καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18,5 ετών, όσα δηλαδή ήταν τα χρόνια του, όπως του επισήμανε ο πρόεδρος του δικαστηρίου. «Ευτυχώς που δεν ήμουν εξηντάρης», έλεγε αργότερα αστειευόμενος στους φίλους του.

Φυλακίστηκε στο Επταπύργιο και αργότερα στον Κορυδαλλό στην πτέρυγα Γ, όπου κρατούντο οι μη χαρακτηρισμένοι ως κομμουνιστές. ‘Ήταν ο νεότερος πολιτικός κρατούμενος, ανάμεσα σε δεκάδες σε εκείνη την πτέρυγα του Κορυδαλλού και εκεί έδειξε ενδιαφέρον για την δημοσιογραφία στα μαθήματα που έκανε ο συγκρατούμενός του Γιάννης Κάψης, μετέπειτα διευθυντής των ΝΕΩΝ.

«Θυμάμαι ένα ψηλόλιγνο αγόρι, που περπατούσε συχνά στο προαύλιο της φυλακής μόνος, σκεπτικός, προβληματισμένος» διηγείται ο Γ. Κάψης. «Πολλές φορές κάναμε βόλτες μαζί και συζητούσαμε επί ώρες».

Από τη φυλακή βγήκε το 1972 για έξι μήνες λόγω ανήκεστου βλάβης επειδή είχε πάθει φυματίωση. Διέφυγε στο εξωτερικό (Ιταλία, Γερμανία, Σουηδία) και επέστρεψε μετά την πτώση της Χούντας. Κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η αστυνομία εισέβαλλε στο σπίτι του αναζητώντας τον.

Άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής και επιμελητής των εκδόσεων «Ποντίκι» από όπου ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα. Αργότερα εργάστηκε στην τηλεόραση και το 1995 εντάχθηκε στο δυναμικό των ΝΕΩΝ υπογράφοντας από το 1999 τη στήλη «Δρόμοι».

Ο εκδότης του «Ποντικιού» Κώστας Παπαϊωάννου θυμάται ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον τότε διευθυντή των ΝΕΩΝ Λέοντα Καραπαναγιώτη: «Μου έστειλες ένα διαμάντι».Από τις εκδόσεις «Ποταμός» κυκλοφόρησε το 2002 το βιβλίο του «Η άχρονη χώρα».

Συλλυπητήρια τηλεγραφήματα

Ο κυβερνητικός εκδήλωσης Σ.Κεδίκογλου δήλωσε: «Ο δημοσιογραφικός κόσμος θρηνεί την απώλεια ενός εκλεκτού μέλους του, του Ρούσσου Βρανά, που έχασε την άνιση μάχη με τον καρκίνο σε ηλικία μόλις 62 ετών. Ο Ρούσσος Βρανάς δεν ήταν μόνο ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος και οξυδερκής αναλυτής του διεθνούς γίγνεσθαι. Ήταν κάτι πολύ περισσότερο: ένας βαθιά ουμανιστής, ένας διανοούμενος της δημοσιογραφίας, που υπερασπίστηκε τις ιδέες του σε δύσκολους καιρούς, κατά την περίοδο της δικτατορίας και φυλακίστηκε γι’ αυτές, με μεγάλο προσωπικό κόστος. Στους οικείους του εκφράζουμε τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια».

Ο ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση: «Ο Ρούσσος Βρανάς υπήρξε ξεχωριστή παρουσία στη δημοσιογραφία και τον δημόσιο βίο. Σεμνός, καλλιεργημένος, ενημερωμένος, διεισδυτικός αναλυτής, με συνείδηση της παγκοσμιότητας των προβλημάτων. Αγωνιστής του αντιδικτατορικού αγώνα, αδιάλλακτος αντίπαλος των λογής λογής τυραννιών και υπερασπιστής των δημοκρατικών αξιών. Έφυγε γρήγορα και η απώλειά του θα είναι ακόμη πιο έντονη, σε εποχές πολιτικής εξαχρείωσης, μνημονιακού ολοκληρωτισμού και διάλυσης των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ αποχαιρετά έναν άξιο της δημοκρατίας και της δημοσιογραφίας, έναν αριστερό δημοσιογράφο – διανοούμενο».

Το ΠΑΣΟΚ είπε για το θάνατο του Ρούσσου Βρανά: «Ο Ρούσσος Βρανάς υπήρξε ένας από εκείνους τους δημοσιογράφους για τους οποίους η έκφραση ‘μαχόμενη δημοσιογραφία’ δεν ήταν ένα σχήμα λόγου αλλά μία κυριολεξία. Η απώλεια του φτωχαίνει το δημοσιογραφικό κόσμο αλλά και το δημόσιο βίο γενικότερα. Τα θερμά μας συλλυπητήρια στους οικείους του».

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ