Στις 21 Απριλίου του 2002, η Γαλλία είχε κάτσει στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσει ακόμα ένα επεισόδιο από την κλασική πολιτική βεντέτα εκείνων των χρόνων: Λιονέλ Ζοσπέν εναντίον Ζακ Σιράκ. Πρωθυπουργός ο ένας και πρόεδρος ο άλλος, τότε, με το σκορ στις μεταξύ τους αναμετρήσεις ισόπαλο, έδιναν την καθοριστική τελευταία μάχη τους για την προεδρία. Όταν όμως το απόγευμα ώρα Γαλλίας εμφανίστηκαν τα exit poll, η χώρα πάγωσε -ή εν πάση περιπτώσει, η πλειονότητά της. Ανάμεσα στα ποσοστά των δύο υποψηφίων (αμφότερα εξαιρετικά χαμηλά), παρεμβαλλόταν εκείνο του ακροδεξιού Ζαν-Μαρί Λε Πεν, ο οποίος με 16,8% μόλις, προκρινόταν στον β΄γύρο.

Το γαλλικό πολιτικό σύστημα βίωσε έναν τεράστιο σεισμό. Ανοιξε μια ολόκληρη συζήτηση γύρω από την πολυδιάσπαση των κομμάτων και τη «χρήσιμη ψήφο». Ο Σιράκ εξελέγη στον β’ γύρο με ποσοστό 83%. Η Δεξιά ανέδειξε έναν νέο αδιαφιλονίκητο ηγέτη, ο οποίος θεωρήθηκε ότι με τον σκληρό του λόγο θα φέρει πίσω στο σπίτι τους ψηφοφόρους της Ακροδεξιάς. Στις εκλογές του 2007, ο άνθρωπος αυτός εξελέγη πρόεδρος και το ποσοστό του Λε Πεν περιορίστηκε στο μισό. Μια μακρά περίοδος προσωπικής πολιτικής ηγεμονίας του Νικολά Σαρκοζί -περί του οποίου ο λόγος- έμοιαζε να ξεκινά. Αμφιλεγόμενη, αυταρχική, αλλά τουλάχιστον χωρίς το φάντασμα της Ακροδεξιάς.

Σωστά; Λάθος! Ακριβώς 10 χρόνια και μία ημέρα μετά, στις 22 του περασμένου Απρίλη, η Γαλλία είχε την ευκαιρία να παγώσει ξανά. Η κόρη του-υπέργηρου πλέον- Λε Πεν, Μαρίν, συγκέντρωσε ένα ποσοστό που ο πατέρας της δεν είχε φτάσει ποτέ: 18% και 6,4 εκατομμύρια ψήφους. Μερικοί παρατηρούν ότι το αποτέλεσμά της αποτελεί κόπια εκείνου του Αδόλφου Χίτλερ τον Σεπτέμβριο του 1930, με το οποίο ξεκίνησε η μεγάλη επίθεσή του. Άλλοι, το αντιμετωπίζουν πιο ψύχραιμα: τουλάχιστον αυτή τη φορά η πολυδιάσπαση των ψήφων περιορίστηκε αρκετά κι έτσι η Ακροδεξιά δεν θα συμμετάσχει στον β’ γύρο. Το φάντασμά της όμως εγκαταστάθηκε για τα καλά στη Γαλλία. Δύσκολα πια κανείς θα υποστηρίξει εύκολα ότι το ξόρκισε.

Ο β’ γύρος των εκλογών σήμανε και το τέλος της εποχής Σαρκοζί. Ετούτος ο παράδοξος για τα γαλλικά δεδομένα πολιτικός σόουμαν ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία με ποσοστό 38% στις δημοσκοπήσεις, το έφθασε ως το 48%, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να προσπεράσει τον Φρανσουά Ολάντ και κυρίως ποτέ να τον νικήσει επικοινωνιακά.

Ο τελευταίος είχε μια σειρά από παράγοντες υπέρ του στο σκάκι που παίχτηκε ανάμεσα στους δύο γύρους: Καταρχήν κέρδισε άκοπα και αμέσως την υποστήριξη των όμορων υποψηφίων (του αριστερού Μελανσόν, της πράσινης Ζολί και των δύο τροτσκιστών), την ίδια στιγμή που ο Σαρκοζί δεν είχε καμία άξια λόγου επίσημη υποστήριξη.

Παράλληλα η εθελούσια αποχώρηση του Μελανσόν από οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις («ψηφίζουμε τον Ολάντ χωρίς όρους, με μόνο σκοπό να διώξουμε τον Σαρκοζί»), επέτρεψε στον σοσιαλιστή υποψήφιο να κινείται με άνεση μεταξύ Αριστεράς και Κέντρου για να προσελκύσει ένα σεβαστό ποσοστό των ψηφοφόρων του κεντρώου Φρανσουά Μπαϊρού. Την ίδια ώρα ο Σαρκοζί έπρεπε να φλερτάρει με το αμφιλεγόμενο κοινό της Λε Πεν, ισορροπώντας ανάμεσα στο ενδεχόμενο να το χάσει ή να υπερβεί τα εσκαμμένα της Γαλλικής Δημοκρατίας.

Με αυτά τα δεδομένα, ο Φρανσουά Ολάντ, ξεκινούσε αυτήν την παρτίδα έχοντας τα λευκά. Έπρεπε να κάνει λάθος για να χάσει. Και, όπως συμφωνούν όλοι οι αναλυτές, αυτός ο ελάχιστα χαρισματικός πολιτικός κατόρθωσε κάτι εξαιρετικά σπάνιο: έβγαλε μια ολόκληρη προεκλογική εκστρατεία χωρίς κανένα αξιοσημείωτο λάθος. Η αποφασιστική και αυστηρή παρουσία του στην τηλεμαχία με τον απερχόμενο πρόεδρο, η δήλωση του Φρανσουά Μπαϊρού ότι θα τον ψηφίσει, η σκληρή επίθεση της Μαρίν Λε Πεν στον Σαρκοζί -και η έκκλησή της για λευκό-, γεγονότα που συνέβησαν όλα μέσα σε ένα τριήμερο, φαίνεται ότι κλείδωσαν την πρώτη σοσιαλιστική νίκη σε προεδρικές εκλογές στη Γαλλία από το μακρινό 1988.

Ο Νικολά Σαρκοζί διατηρεί κάποιες υποτυπώδεις πιθανότητες, ωστόσο η δήλωσή του ότι «αν οι Γάλλοι αποφασίσουν αλλιώς θα αποχωρήσει από την πολιτική» ερμηνεύτηκε ως ασυνείδητος συμβιβασμός με την ήττα.

Και από εδώ ξεκινά μια πολύ περίεργη νέα μέρα για το Γαλλικό πολιτικό σύστημα.

Οι Σοσιαλιστές θα πρέπει να διαχειριστούν την οικονομική κρίση με ένα πρόγραμμα που δεν πείθει ότι μπορεί να την κατευνάσει τόσο όσο φιλοδοξεί και χωρίς συμμάχους πρόθυμους να κυβερνήσουν μαζί τους.

Η Δεξιά θα πρέπει να διαχειριστεί την ήττα της, έχοντας ταυτόχρονα χάσει τον αναμφισβήτητο ηγέτη της. Και η συγκυρία μοιάζει ιδανική για την Μαρίν Λε Πεν να πραγματοποιήσει το όνειρό της: να μετατρέψει την Ακροδεξιά από δύναμη διαμαρτυρίας σε δύναμη εξουσίας.

Θα μπορέσει ο Φρανσουά Ολάντ, πολιτικός που ένα γαϊτανάκι συμπτώσεων που ξεκίνησε όταν ο πατέρας της Λε Πεν πέρασε στον β’ γύρο τον έφερε πολύ πιο ψηλά από όσο υπολογιζόταν, να διαχειριστεί αυτό το πολιτικό κλίμα; Εως τώρα, κατάφερε πολλές φορές να ξεπεράσει τις προσδοκίες. Αλλά κάθε φορά τα πράγματα μοιάζουν και πιο δύσκολα.

Και το βλέμμα των περισσότερων στρέφεται στη Γερμανία. Αν οι Σοσιαλδημοκράτες κερδίσουν και εκεί, ένας νέος συσχετισμός δημιουργείται στην Ευρώπη και η πολιτική της θα αποκτήσει ξανά ενδιαφέρον. Αν όχι, ο Φρανσουά Ολάντ θα κληθεί να γίνει ένας Φρανσουά Μιττεράν μέσα στη μέση της οικονομικής κρίσης. Αυτό κι αν είναι θαύμα για αυτόν τον μικρό θαυματοποιό…

Γιάννης Ανδρουλιδάκης

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ