Σαφείς αιχμές κατά της προηγούμενης κυβέρνησης για έλλειψη αποφασιστικότητας και καθυστερήσεις στην εφαρμογή της δημοσιονομικής προσαρμογής άφησε ο διοικητής της ΤτΕ Γ.Προβόπουλος μιλώντας στη επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, για τη Νομισματική Πολιτική 2011.

Μεταξύ άλλων τόνισε ότι «δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια αύξησης της φορολογικής επιβάρυνσης», ζητώντας πάταξη της φοροδιαφυγής και στηλίτευσε την επιλογή «οριζόντιων, ισοπεδωτικών λύσεων για τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών».

Ζητώντας για το 2012 την εφαρμογή μιας πολιτικής για συντομότερη ανάκαμψη, εξέφρασε το φόβο ότι η ύφεση θα κινηθεί φέτος κοντά στο 6%, και όχι στο 5,5% που εκτιμά κυβέρνηση και δανειστές.

«Φοβούμαι ότι θα είναι κοντά στο 5,8%», είπε συγκεκριμένα για το έλλειμμα, προσθέτοντας: «ελπίζω να μην επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη του ΟΟΣΑ για ύφεση 6,1%».

Για το έλλειμμα εκτίμησε ότι θα αυξηθεί ελαφρώς και θα φτάσει στο 9% του ΑΕΠ.


Ο κ. Προβόπουλος επανέλαβε ότι «το διακύβευμα πλέον είναι αν θα καταφέρει η Ελλάδα να παραμείνει στη ζώνη του ευρώ ή αν θα βγει από αυτό, κατρακυλώντας έτσι πολλές δεκαετίες πίσω» και έθεσε τέσσερις στόχους για τους επόμενους μήνες: την ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, τη δημοσιονομική εξυγίανση, την επιστροφή στην ανάπτυξη.

Δεν παρέλειψε ακόμη να αναφερθεί στο θέμα της βιωσιμότητας του χρέους και του κουρέματος των ομολόγων, για το οποίο, μένοντας σταθερός στην άποψή του, επανέλαβε ότι θα ήταν καλύτερα να είχαμε αποφύγει το «κούρεμα».

«Ακόμα και τώρα θα ήταν καλύτερα να είχαμε αποφύγει το ‘κούρεμα’, γιατί οι συνέπειες θα είναι χειρότερες στο μέλλον -και να θυμίσω την άποψη του πρωθυπουργού πάνω στο θέμα αυτό» είπε.

Αναφερθείς δε στην διαχείριση του δημοσίου χρέους, ο κ. Προβόπουλος ανέφερε: «Μέχρι πέρυσι έλεγα ότι το χρέος είναι βιώσιμο. Εάν η οικονομική πολιτική χειριζόταν με διαφορετικό τρόπο τα ζητήματα, το χρέος θα ήταν βιώσιμο».

Το 2012 … τρέχουμε

Για το 2012 πρότεινε την εφαρμογή μιας πολιτικής ταχύτερης ανάκαμψης με έμφαση στην μείωση των πρωτογενών δαπανών και δημιουργίας πρωτογενών πλεονασμάτων με ρυθμούς ακόμα υψηλότερους από τους προβλεπόμενους.

«Είναι απαραίτητο η κυβέρνηση να είναι ισχυρή και αποτελεσματική ώστε να εφαρμόσει τα απαραίτητα μέτρα», είπε χαρακτηριστικά, τονίζοντας ότι το πρώτο καθήκον της κυβέρνησης Παπαδήμου είναι «να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη που έχει κλονιστεί βαρύτατα».

Και πρόσθεσε: «Για να εμπεδωθεί όμως η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, η σύγκλιση των πολιτικών δυνάμεων που εκφράστηκε με το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης πρέπει να γίνει πιο ουσιαστική», ενώ σημείωσε ότι προκειμένου να εκφραστεί αυθεντικά «η βούληση των πολιτών στις επόμενες εκλογές πρέπει να περιγραφούν με απόλυτη ειλικρίνεια η κατάσταση της οικονομίας και η διεθνής πραγματικότητα και να αναλυθούν χωρίς περιστροφές και ωραιοποιήσεις οι προτεινόμενες λύσεις και να εξηγηθούν με σαφήνεια το κόστος και το όφελος καθεμιάς».

Η αναποφασιστικότητα βαθαίνει την ύφεση

Αναφερθείς στα αίτια της επιδείνωσης της ύφεσης, ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής ο κ. Προβόπουλος υπέδειξε την έλλειψη αποφασιστικότητας στην εφαρμογή της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την μη περικοπή πρωτογενών δαπανών σε μόνιμη βάση.

Ο κ. Προβόπουλος εκτίμησε πως το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτεύχθηκε το 2010 υπήρξε πολύ σημαντικό, συνοδευόμενο και από ορισμένες αξιόλογες διαρθρωτικές παρεμβάσεις – με κορυφαία τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Η κατάσταση ωστόσο παραμένει κρίσιμη, καθώς εξακολουθεί να υφίσταται έλλειμμα αξιοπιστίας, δεδομένου ότι «η οικονομική πολιτική συχνά ασκείται αποσπασματικά, με διστακτικότητα, υπαναχωρήσεις και αναβολές, ή σύρεται από τις εξελίξεις αντί να τις προλαμβάνει».

Ο Γ.Προβόπουλος στηλίτευσε την επιλογή «οριζόντιων, ισοπεδωτικών λύσεων για τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών, ενώ οι μηχανισμοί που εγγενώς παράγουν δαπάνες παραμένουν άθικτοι», αλλά και την «αναβίωση νοοτροπιών και συμπεριφορών του παρελθόντος, οι οποίες αντιμετωπίζουν ορισμένα θέματα ως αδιαπραγμάτευτα κάθε φορά που απειλούνται κεκτημένα».

«Αν και υποστηρίζεται συχνά ότι η επιδείνωση της ύφεσης το 2011 και η προβλεπόμενη συνέχισή της το 2012 οφείλονται στην πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής, η οποία περιορίζει τη συνολική ζήτηση, η διεθνής εμπειρία αλλά και πλήθος εμπειρικών μελετών, έχουν δείξει ότι η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική είναι δυνατόν να έχει επεκτατικά αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα, ιδίως σε οικονομίες με πολύ υψηλό δημόσιο χρέος» ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.

«Οι αρνητικές μακροοικονομικές επιπτώσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής, μπορούν να ελαχιστοποιηθούν και η χώρα να επιστρέψει συντομότερα στην ανάπτυξη, εφόσον η προσαρμογή βασίζεται κυρίως στην περικοπή των πρωτογενών δαπανών σε μόνιμη βάση, πλην των δαπανών για επενδύσεις, και το πρόγραμμα αποπνέει αδιαμφισβήτητη αποφασιστικότητα ως προς την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα να επηρεάζει θετικά τις προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων».

«Επειδή οι προϋποθέσεις αυτές δεν ισχύουν, οι προσδοκίες δεν ανακάμπτουν και το έλλειμμα εμπιστοσύνης διευρύνεται. Η μείωση της εγχώριας ζήτησης και η ύφεση της οικονομίας είναι δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής, ακριβώς επειδή το κλίμα και οι προσδοκίες, που επικρατούν, παρεμποδίζουν την ανάκαμψη της οικονομίας και την εμφάνιση του «αποτελέσματος εμπιστοσύνης» ανέφερε σχετικά ο κ. Προβόπουλος.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ,ΑΠΕ-ΜΠΕ