Θεσσαλονίκη: Δύο νέες επαναστατικές μέθοδοι αγγειοχειρουργικής παρουσιάστηκαν στο 20ό Ιατρικό Συνέδριο Ενόπλων Δυνάμεων. Η μία αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, χωρίς εγχείρηση και η άλλη την καρωτιδική αγγειοπλαστική με τη χρήση νάρθηκα.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση ανευρύσματος κοιλιακής αορτής, χωρίς εγχείρηση, αντικαθιστά τον παραδοσιακό χειρουργικό τρόπο. Πρόκειται για τεχνική διόρθωσης των ανευρυσμάτων κοιλιακής αορτής, που περιλαμβάνει ενδαγγειακή αποκατάσταση με χρήση ειδικών μοσχευμάτων.

Τα τελευταία τριάντα χρόνια η κλασική θεραπευτική αντιμετώπιση των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής γίνεται με λαπαροτομία. Στόχος της επέμβασης είναι η πρόληψη της κυριότερης επιπλοκής, που είναι η ρήξη του ανευρύσματος και αποβαίνει πολλές φορές θανατηφόρα. Έτσι λοιπόν κάθε ανεύρυσμα που ανακαλύπτεται και που παρακολουθούμενο δείχνει τάση αύξησης, πρέπει οπωσδήποτε να χειρουργηθεί για να προληφθεί η ρήξη του.

Η εγχείρηση συνίσταται στην αντικατάσταση του τμήματος της αορτής, που έχει το ανεύρυσμα, με ένα ανάλογο τεχνητό μόσχευμα. Η εγχείρηση θεωρείται μεγάλης βαρύτητας, είναι αιμορραγική και τα μειονεκτήματά της είναι η ανάγκη λαπαροτομίας, γενικής αναισθησίας, παραμονής στο νοσοκομείο τουλάχιστον 7-10 μέρες και εισόδου του ασθενούς στη μονάδα εντατικής θεραπείας για μετεγχειρητική υποστήριξη των ζωτικών λειτουργιών.

Με τη νέα μέθοδο ενδαγγειακής τοποθέτησης μοσχεύματος αποκλείεται το ανεύρυσμα από την κυκλοφορία του αίματος και έτσι δεν υπάρχει κίνδυνος ρήξης, αλλά και διατηρείται συγχρόνως φυσιολογική η κυκλοφορία του αίματος προς τα κάτω άκρα μέσω του μοσχεύματος.

Η μέθοδος υπολογίζεται πως μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπου 50% των ασθενών, που προσέρχονται με ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής κάτωθεν των νεφρικών αρτηριών και έχουν επαρκές μήκος αυχένα και βατές λαγόνιες αρτηρίες.

Μετά την τοποθέτηση του μοσχεύματος είναι αναγκαίος ο περιοδικός μετεγχειρητικός έλεγχος των ασθενών για πιθανή εμφάνιση επιπλοκών, όπως η διαφυγή, η μετακίνηση του μοσχεύματος ή η αύξηση του μεγέθους του ανευρύσματος.

Πλεονεκτήματα της ενδαγγειακής αποκατάστασης είναι η αποφυγή γενικής αναισθησίας και λαπαροτομίας, οι μικρότερες απώλειες αίματος και ο μικρότερος χρόνος νοσηλείας των ασθενών.

Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής δεν είναι σπάνια πάθηση και εμφανίζεται κυρίως σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Γι’ αυτό τις περισσότερες φορές συνοδεύεται από άλλες παθήσεις, κυρίως αγγειακές, όπως καρδιακές, νεφρικές και των κάτω άκρων, αλλά και αναπνευστικές ή ακόμη συνυπάρχει με κάποια κακοήθη νεοπλασία. Η κλινική του εικόνα είναι τις περισσότερες φορές ανύπαρκτη, η δε διάγνωση του τυχαία, κυρίως όταν ο ασθενής υποβάλλεται σε εξετάσεις για άλλη πάθηση.

Όπως τόνισε στην εισήγησή του ο επίατρος Βασίλειος Τζιλαλής, αγγειοχειρουργός στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, σήμερα η ενδαγγειακή χειρουργική των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής, εξελιγμένη μεθοδολογικά και κυρίως τεχνολογικά, αποτελεί πρόκληση αλλά και πεδίο διαρκούς παγκόσμιας συζήτησης και έρευνας για τους αγγειοχειρουργούς.

Ο ενθουσιασμός για την προσδοκώμενη μείωση της θνητότητας και νοσηρότητας με την ενδαγγειακή θεραπεία, συγκρινόμενες με την κλασσική ανευρυσματεκτομή προσκρούει στο αυξημένο κόστος και στην υποχρέωση μακράς τακτικής παρακολούθησης, αλλά και στην σχετικά αβέβαιη μακροχρόνια έκβαση.

Η καρωτιδική αγγειοπλαστική με τη χρήση νάρθηκα και περιγράφηκε στο συνέδριο από το γενικό αρχίατρο-αγγειοχειρουργό Κωνσταντίνο Γκούβα, χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση καρωτιδικών στενώσεων με ή χωρίς συμπτώματα και αποτελεί μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδο.

Διενεργείται υπό τοπική αναισθησία, με τον ασθενή σε εγρήγορση για το συνεχή έλεγχο της εγκεφαλικής του λειτουργίας, όπου με τη χρήση διάφορων συρμάτινων οδηγών από τη μηριαία αρτηρία με απλό καθετηριασμό ο αγγειοχειρουργός οδηγεί τα μπαλόνια διαστολής υπό αγγειογραφικό έλεγχο στο σημείο της καρωτιδικής βλάβης. Μετά τη, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αγγειοπλαστική, τοποθετείται μεταλλικός νάρθηκας για τη σταθεροποίηση της υπόλοιπης βλάβης και η όλη διαδικασία έρχεται σε πέρας.

health.in.gr