Αθήνα: Καθαρή από μεταλλαγμένα τρόφιμα φαίνεται ότι είναι η ελληνική αγορά, σύμφωνα με έκθεση του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ), στοιχεία της οποίας δημοσίευσε η εφημερίδα Τα Νέα τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου.


Συγκεκριμένα, στο πόρισμα της έρευνας αναφέρεται ότι κατόπιν συστηματικού ελέγχου γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (ΓΜΟ) βρέθηκαν μόνο στο 12% των τροφίμων που περιείχαν συστατικά σόγιας και καλαμποκιού. Το υπόλοιπο 88% ήταν απαλλαγμένο από μεταλλαγμένα.


Αισιόδοξη για την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική αγορά εμφανίζεται και η οικολογική οργάνωση Greenpeace. Στους δύο Οδηγούς Καταναλωτών που εξέδωσε το 2001 και το 2002 αντίστοιχα σημειώνεται ότι 69 προϊόντα πιθανόν να προέρχονται από ζώα που έχουν τραφεί με μεταλλαγμένους οργανισμούς, ενώ 24 είναι από απαλλαγμένα από ΓΜΟ.


Σε ό,τι αφορά τους σπόρους από τους ελέγχους του υπουργείου Γεωργίας που έγιναν το 2001 σε 1.249 σπορομερίδες, βρέθηκαν επιμολυσμένες μόνο τρεις και αποσύρθηκαν από την αγορά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα, όπως και στις υπόλοιπες χώρες-μέλη της ΕΕ, επιτρέπεται η κατανάλωση, όχι η καλλιέργεια, μόνο δύο γενετικά μεταλλαγμένων ποικιλιών σόγιας και αραβόσιτου.


Με βάση λοιπόν την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, όσα τρόφιμα περιέχουν συστατικά από τις παραπάνω ποικιλίες σε ποσοστό μεγαλύτερο του 1% οφείλουν να το αναφέρουν στην ετικέτα.


Ωστόσο, ελλιπείς είναι οι έλεγχοι των ζωοτροφών, αφού είναι ο έμμεσος τρόπος κατανάλωσης γενετικά τροποποιημένων τροφίμων. Σύμφωνα με την Greenpeace, περίπου το 80% της εισαγόμενης σόγιας και καλαμποκιού καταλήγουν σε ζωοτροφές-ιχθυοτροφές και αποτελούν βασικό μέρος της διατροφής των ζώων εκτροφής.


Αυτό δείχνει ότι μπορεί ένα προϊόν να έχει χαμηλό-επιτρεπτό όριο σήμανσης, αλλά δεν σημαίνει ότι είναι απαλλαγμένο από ΓΜΟ.


Σε δηλώσεις της στην εφημερίδα η πρόεδρος του ΕΦΕΤ, κυρία Χριστίνα Παπανικολάου, επισημαίνει: «Στόχος των ελέγχων είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο η περιεκτικότητα σε ΓΜΟ, που αναγράφεται στην ετικέτα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είμαστε η δεύτερη χώρα, μετά τη Δανία, που ξεκίνησε έλεγχο παρακολούθησης της αγοράς».

health.in.gr