in.gr > Go Fun > Fizz > Αντίο, Τομ Στόπαρντ – Ήσουν πολύ κουλ
RIP 29 Νοεμβρίου 2025 | 21:40
Αντίο, Τομ Στόπαρντ – Ήσουν πολύ κουλ
Ο Τομ Στόπαρντ, ο δραματουργός που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τη σκηνή, την ιστορία και την ίδια τη δύναμη της αφήγησης, πέθανε στα 88 του σήμερα Σάββατο 29 Νοεμβρίου
Μετρ της θεατρικής ανατροπής και από τους ελάχιστους δημιουργούς που κέρδισαν δική τους λεξικογραφική ταυτότητα – ο όρος «Stoppardian» υπάρχει επίσημα στο Oxford English Dictionary – ο Τομ Στόπαρντ πέθανε σε ηλικία 88 ετών, αφήνοντας πίσω του έργο που διαμόρφωσε γενιές θεατών και συγγραφέων.
Ο Στόπαρντ αγαπούσε τις απροσδόκητες συγγενείες: συνδύαζε τη φιλοσοφία με ακροβατικά στο Jumpers (1972), τη μαθηματική θεωρία με βικτωριανούς κήπους στο Arcadia (1993) και τη ροκ μουσική με τη Σαπφώ στο Rock ’n’ Roll (2006). Από τότε που το Rosencrantz and Guildenstern Are Dead ανακαλύφθηκε στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου το 1966, κάθε νέα του πρεμιέρα αντιμετωπιζόταν ως καλλιτεχνικό γεγονός διεθνούς εμβέλειας.
Ο άνθρωπος πίσω από τις σελίδες
Παράλληλα με τα περισσότερα από 30 θεατρικά έργα του, δούλεψε αδιάκοπα στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το σινεμά. Υπέγραψε σενάρια όπως η διασκευή του The Russia House του Τζον λε Καρέ και το Brazil του Τέρι Γκίλιαμ, ενώ μοιράστηκε και το Όσκαρ για το Shakespeare in Love.
Τα στούντιο συχνά τον καλούσαν για να «επαναφέρει τη μαγεία» σε μεγάλες παραγωγές: από το Indiana Jones and the Last Crusade μέχρι το Star Wars: Revenge of the Sith. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ είχε φτάσει να τον βγάλει κυριολεκτικά από το ντους για να λύσει ένα σεναριακό πρόβλημα στη Λίστα του Σίντλερ.
Από την προσφυγιά στη βρετανική σκηνή
Γεννημένος ως Τομάς Στράουσλερ στην Τσεχοσλοβακία, βίωσε από παιδί την εμπειρία της προσφυγιάς. Μετά τη φυγή από τους Ναζί, την απώλεια του πατέρα του στη Σιγκαπούρη και τη μετεγκατάσταση στην Ινδία, η οικογένεια κατέληξε στην Αγγλία όταν η μητέρα του παντρεύτηκε Βρετανό αξιωματικό που υιοθέτησε τα δύο αγόρια.
Ο νεαρός Στόπαρντ εγκατέλειψε νωρίς το σχολείο για τη δημοσιογραφία στο Μπρίστολ, πριν το πρώτο θεατρικό του έργο ανοίξει τον δρόμο για το Λονδίνο και την παγκόσμια αναγνώριση.
Αν και αρχικά κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι έγραφε «με το μυαλό, όχι με την καρδιά», αυτό άλλαξε με το The Real Thing (1982), μια βαθιά ανθρώπινη εξερεύνηση του έρωτα και της απιστίας που θεωρείται σήμερα κλασικό. Η χρυσή του περίοδος συνεχίστηκε με το Arcadia, το οποίο ο ίδιος θεωρούσε ίσως το αριστούργημά του, και το The Invention of Love για τον ποιητή Χάουσμαν.
Πολιτικές εντάσεις και διαχρονικές θέσεις
Με πολιτικές απόψεις που έτειναν προς τον φιλελευθερισμό, ο Στόπαρντ συχνά διαφοροποιούνταν από τους αριστερούς ομοτέχνους του, όχι όμως ως προβοκάτορας αλλά ως κάποιος που πίστευε βαθιά στη σημασία της ατομικής ελευθερίας. Είχε έντονη ευαισθησία απέναντι στα καθεστώτα που περιόριζαν την ελευθερία του λόγου – κάτι που συνδεόταν άμεσα με τη δική του προσφυγική καταγωγή και με την ιστορία της οικογένειάς του στην Τσεχοσλοβακία.
Δεν δίσταζε να συγκρουστεί δημοσίως με την ορθοδοξία της βρετανικής διανόησης, είτε υπερασπιζόμενος Σοβιετικούς αντιφρονούντες είτε ασκώντας κριτική στη συνθηματολογία της εποχής. Ταυτόχρονα, όσοι τον γνώριζαν προσωπικά μιλούσαν για έναν άνθρωπο ευγενή, με ήρεμη γοητεία, που μπορούσε να μιλά για πολιτική με πάθος αλλά χωρίς καμία διάθεση ηγεμονισμού.
Η πορεία του τιμήθηκε επανειλημμένα: έλαβε τον τίτλο του CBE το 1978, χρίστηκε ιππότης το 1997 και το 2013 απέσπασε το PEN Pinter Prize για την «αφοσίωσή του στην αλήθεια» – μια διατύπωση που οι κριτικοί θεώρησαν ίσως την πιο ακριβή σύνοψη της στάσης ζωής και γραφής του.
Παρέμενε μέχρι το τέλος ένας δημιουργός που δεν φοβόταν τις αντιφάσεις του και ένας πολίτης που πίστευε ότι το θέατρο οφείλει όχι να κολακεύει, αλλά να ανησυχεί. Στην ώριμη ηλικία του επέστρεψε στις οικογενειακές του ρίζες και στο τραύμα της κεντροευρωπαϊκής ιστορίας.
Τα έργα του για τον Ψυχρό Πόλεμο –από το Every Good Boy Deserves Favour έως το τηλεοπτικό Professional Foul, αφιερωμένο στον φίλο του, Βάτσλαβ Χάβελ– παραμένουν κομβικά για την κατανόηση της εποχής.
Η επιστροφή στις ρίζες και το ύστατο έργο
Στην ώριμη ηλικία του, ο Στόπαρντ ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει όχι μόνο στις οικογενειακές του ρίζες, αλλά και σε ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής ιστορίας που είχε καθορίσει –συχνά σιωπηρά– τη δική του διαδρομή. Παιδί προσφύγων που γλίτωσαν από τον ναζισμό, με έναν πατέρα που χάθηκε στον πόλεμο και μια μητέρα που χρειάστηκε να ξαναχτίσει τη ζωή της σε ξένη ήπειρο, ο Στόπαρντ μεγάλωσε με ένα παρελθόν που παρέμενε μισοφωτισμένο.
Αυτή η αίσθηση «χαμένων ιστοριών» τον οδήγησε στα έργα που ασχολήθηκαν με τον Ψυχρό Πόλεμο, μια περίοδο που τον σημάδεψε περισσότερο από όσο παραδεχόταν στις δημόσιες εμφανίσεις του. Το Every Good Boy Deserves Favour (1977), γραμμένο σε συνεργασία με τον συνθέτη Αντρέ Πρεβιν, εξερευνούσε την πολιτική καταπίεση στη Σοβιετική Ένωση μέσα από ένα παράδοξο σκηνικό όπου ο λόγος και η μουσική γίνονται μέσο αντίστασης. Το έργο αυτό δεν ήταν απλώς μια πολιτική δήλωση· ήταν η πρώτη φορά που ο Στόπαρντ αντιμετώπιζε κατά μέτωπον το ζήτημα της αλήθειας υπό καταστολή.
Ακόμη πιο προσωπικό υπήρξε το τηλεοπτικό Professional Foul (1977), αφιερωμένο στον στενό του φίλο Βάτσλαβ Χάβελ. Μέσα από τη μορφή ενός Άγγλου φιλοσόφου που βρίσκεται τυχαία στο επίκεντρο της πολιτικής καταστολής στην Τσεχοσλοβακία, ο Στόπαρντ μίλησε για την ευθύνη του διανοούμενου απέναντι στην αδικία – ένα θέμα που έμελλε να γίνει κεντρικό όχι μόνο στο θέατρο αλλά και στη δημόσια παρουσία του. Το έργο προβλήθηκε σε μια εποχή που η Δύση συχνά δίσταζε να αγγίξει τις «ισορροπίες» του Ψυχρού Πολέμου, γεγονός που το έκανε ακόμη πιο ριψοκίνδυνο.
Αυτή η σειρά επιστροφών –προσωπικών, πολιτικών, ιστορικών– κορυφώθηκε δεκαετίες αργότερα στο Leopoldstadt (2020). Εκεί, ο Στόπαρντ δεν περιορίστηκε σε μια δραματουργική αναπαράσταση του Ολοκαυτώματος· βυθίστηκε στο ίδιο του το παρελθόν, καταγράφοντας τη σταδιακή διάλυση μιας εύπορης, καλλιεργημένης εβραϊκής οικογένειας της Βιέννης. Το έργο δεν ήταν μόνο μια αναμέτρηση με το συλλογικό τραύμα, αλλά και μια προσωπική εξιλέωση: μια ύστερη αναγνώριση των ζωών που χάθηκαν και των ταυτοτήτων που θρυμματίστηκαν πριν καν προλάβουν να ονομαστούν.
Με αυτά τα έργα, ο Στόπαρντ έδειξε ότι πίσω από τον τεχνίτη της γλώσσας και των ιδεών υπήρχε πάντα ένας συγγραφέας που πάλευε με τα φαντάσματα της Ιστορίας.
Με τον θάνατό του, κλείνει ένα από τα πιο λαμπερά κεφάλαια της αγγλόφωνης δραματουργίας. Το έργο του, όμως, εξακολουθεί να αναπνέει – σε σκηνές, σε σπουδές, σε φράσεις που ακόμη και σήμερα μοιάζουν «Στοπαρντιανές» με τον πιο ανόθευτο τρόπο.
Ο Σπυρίδων Περεσιάδης (1854–1918) ήταν σημαντικός Έλληνας θεατρικός συγγραφέας της ύστερης περιόδου του 19ου αιώνα, γνωστός για την ικανότητά του να συνδυάζει την ηθογραφία με τον λυρισμό, όπως στο έργο «Ο Μαγεμένος Βοσκός».