Το παράδοξο με τη φετινή COP30, δηλαδή την 30η σύνοδο των κρατών που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή, είναι ότι πολύ απλά ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να επιτευχθεί ο βασικός στόχος της, που είναι να μην αυξηθεί μέχρι το τέλος του αιώνα η μέση θερμοκρασία του πλανήτη πάνω από 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα επίπεδα πριν τη Βιομηχανική Επανάσταση. Για την ακρίβεια, η εκτίμηση ότι είναι πηγαίνουμε σε μια αύξηση 2,8 βαθμών Κελσίου, εάν συνεχιστούν οι σημερινές πολιτικές. Ακόμη χειρότερα: όλα δείχνουν ότι ήδη έχουμε ξεπεράσει το όριο των 1,5 βαθμών. Και δύσκολα μπορεί να είναι κανείς αισιόδοξος καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι θα μειωθεί σημαντικά η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων, ο βασικός μηχανισμός πίσω από την κλιματική αλλαγή, δεδομένης της έκρηξης επενδύσεων σε αυτόν τον κλάδο και της επιλογής της κυβέρνησης των ΗΠΑ να στηρίξει ακόμη περισσότερο τις εξορύξεις. Και όλα αυτά την ώρα που ξέρουμε ότι δεν χρειάζεται απλώς να μηδενιστούν οι εκπομπές αερίων ρύπων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, πρωτίστως διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και να μειωθεί σημαντικά ο συνολικός όγκος αερίων ρύπων που ήδη υπάρχουν στην ατμόσφαιρα.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι πλησιάζουμε ήδη – αν δεν έχουμε ήδη ξεπεράσει – διάφορα σημεία καμπής σε σχέση με το κλίμα, από το όλο και πιο γρήγορο λιώσιμο των πάγων στους πόλους και το ενδεχόμενο διακοπής κρίσιμων ωκεάνιων κυκλοφοριών έως τη θέρμανση που μόνιμα παγωμένου υπεδάφους που με τη σειρά του θα απελευθέρωση ακόμη περισσότερο μεθάνιο (που είναι ένα «αέριο του θερμοκηπίου). Κάτι που σημαίνει ότι όχι απλώς θα έχουμε όλο και περισσότερα «ακραία καιρικά φαινόμενα», αλλά και αυξημένο κίνδυνο περιοχές να καθίστανται αβίωτες για τους πληθυσμούς.

Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η συζήτηση ολοένα και περισσότερο μετατοπίζεται από στόχους μείωσης σε στόχους προσαρμογής στη νέα συνθήκη, με ανοιχτό το ερώτημα εάν αυτό είναι εφικτό. Αυτό ακριβώς αποτελεί το αντικείμενο του νέου βιβλίου των Wim Carton και Andreas Malm, καθηγητών στο πανεπιστήμιο του Λουντ στη Σουηδία με τον τίτλο The Long Heat. Climate Politics When It’s Too Late (Η μακρά ζέστη. Κλιματική πολιτική όταν είναι πολύ αργά) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso και στο οποίο συνεχίζει την κοινή ερευνητική προσπάθεια που είχε καταγραφεί στο  “Overshoot. How the World Surrendered to Climate Breakdown” (Εκτός στόχου. Πώς ο κόσμος παραδόθηκε στην κλιματική κατάρρευση) που είχε κυκλοφορήσει πέρσι.

Αφετηρία των Κάρτον και Μαλμ είναι ότι δεν έχουμε δώσει αρκετή σημασία στο γεγονός ότι η χρονικότητα των κλιματικών φαινομένων δεν είναι γραμμική. Οι ποσοτικές αλλαγές οδηγούν σε ποιοτικά άλματα. Οι επιπτώσεις από κάθε κλιματικό κατώφλι που διαβαίνουμε μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερες (και καταστροφικές) από αυτές που υπολογίζουμε. Σε αυτή τη βάση εξετάζουν, με έναν εντυπωσιακό πλούτο πληροφοριών, όλες τις διαφορετικές τεχνολογίες που προτείνονται αυτή τη στιγμή για την προσαρμογή σε αυτή τη συνθήκη.

Ουσιαστικά, αυτό που εντοπίζουν είναι ότι η δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αυτή η ενόρμηση (με τη φροϋδική έννοια) προς την ατέρμονη συσσώρευση, οδηγεί σε μια ιδιότυπη φαντασίωση για το κλίμα, όπου θα μπορούμε να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε μαζικά ορυκτά καύσιμα και ταυτόχρονα να πιστεύουμε ότι θα μπορούμε να έχουμε αφαίρεση άνθρακα σε κλίμακα που θα μπορεί να εξασφαλίζει ένα συνολικό μηδενικό ή και αρνητικό ισοζύγιο. Σε αυτό το πλαίσιο εξετάζουν εξαντλητικά τις διαφορετικές τεχνολογίες που έχουν προταθεί τόσο για την παραγωγή βιοενέργειας με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (BECCS) όσο και για την άμεση δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα (DAC) δείχνοντας ότι υπάρχουν όχι μόνο πραγματικά όρια στο τι μπορούν να κάνουν αλλά και κίνδυνοι, ιδίως όσο δεν γίνονται την ίδια στιγμή βήματα για τη μείωση των ρύπων.

Σημαντικό μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στη γεωμηχανική (geoengineering), δηλαδή τις τεχνολογίες που αφορούν τις παρεμβάσεις στο κλίμα του πλανήτη, κυρίως με την έγχυση θειούχων αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα που θα μειώσουν την ηλικιακή ακτινοβολία. Αναλύουν τους λόγους που ολοένα και περισσότερο στρέφεται το ενδιαφέρον προς τα εκεί, κυρίως επειδή θα άμεση ψύχρανση του πλανήτη που θα αποτρέψει ακραίες κλιματικές διαταραχές. Όμως, υπογραμμίζουν τους κινδύνους μεγάλων ανατροπών συνολικά στο κλίμα αλλά και το κλιματικό σοκ που θα φέρει ο ενδεχόμενος τερματισμός τέτοιων μέτρων, ενώ σημειώνουν πώς τέτοιες τεχνολογίες ουσιαστικά συντείνουν στην ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτικοποίηση και του πεδίου που αφορά το κλίμα. Οι δύο συγγραφείς προτείνουν μια φροϋδομαρξιστική όπως την ονομάζουν ερμηνεία για την εμμονή με τη γεωμηχανική σήμερα. Υποστηρίζουν ότι είναι ακριβώς οι μηχανισμοί άρνησης και απώθησης του γεγονότος ότι είναι η ενόρμηση προς την ατέρμονη καπιταλιστική συσσώρευση που πυροδοτεί την κλιματική αλλαγή, που τελικά οδηγούν σε έναν αυξανόμενο παραλογισμό, τόσο ως προς τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα όσο και ως προς τις λύσεις που προτείνονται για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Ως προς το τι μπορούμε να κάνουμε οι δύο συγγραφείς είναι σαφείς. Πρώτη προτεραιότητα πρέπει να παραμείνει η επιτάχυνση της διαδικασίας μείωσης των ρύπων, δηλαδή η άμεση απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτή παραμένει η απολύτως αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει αντιστροφή των σημερινών τάσεων και οτιδήποτε άλλο μας οδηγεί σε επικίνδυνους παραλογισμούς. Μόνο σε αυτή τη βάση έχουν νόημα όλες οι τεχνολογίες που αφορούν την αφαίρεση ρύπων από την ατμόσφαιρα, αλλά με όρους που να μη δημιουργούν επιπλέον ανισορροπίες στο περιβάλλον και τελικά κινδύνους. Και τέλος ως προς τη γεωμηχανική είναι κάθετοι: πρέπει να αποτραπεί ακόμη και με πρακτικές που θυμίζουν την αντίδραση των λουδιτών στις μηχανές.

Ακόμη και εάν τελικά δεν υπάρχει άλλη λύση από το να σηκωθούν τα αεροπλάνα με τα θειούχα αερολύματα, οι δύο συγγραφείς επιμένουν ότι θα χρειαστεί να υπάρξει ένα παγκόσμιο κίνημα που θα απαιτήσει αυτά να προσγειωθούν όσο το δυνατόν πιο σύντομα, ώστε να αποτραπεί ένα ενδεχόμενο σοκ τερματισμού, και ταυτόχρονα θα διεκδικήσει την καθολική σταδιακή κατάργηση όλων των ορυκτών καυσίμων και συντονισμένες προσπάθειες αφαίρεσης ρύπων.