«Δώσε στα παιδιά σου φτερά για να πετάξουν και ρίζες για να επιστρέφουν». Αυτή ήταν η συμβουλή που η Ευαγγελία, σύζυγος Γεωργίου Μπουρνάκη, έδινε στην κόρη της Μαριάννα. Και η Μαριάννα κράτησε αυτή τη συμβουλή ως οδηγό ζωής. Βέβαια, δεν χρειάστηκε να περιμένει και παρά πολύ για να την εφαρμόσει αφού ο έρωτας της χτύπησε την πόρτα ενώ ήταν ακόμη μαθήτρια, με το πρόσωπο ενός λεβέντη μελαχρινού Κρητικού, αξιωματικού του Ναυτικού. Ηταν τότε που, ύστερα από προτροπή της μητέρας της η οποία έβλεπε ότι η προσωπικότητα της κόρης της περιοριζόταν στο Γυμνάσιο της Ερμιόνης, πήγε στον Πειραιά για να τελειώσει το σχολείο.

Για τη νεαρή Μαριάννα ήταν ένας δύσκολος αποχωρισμός. Αγαπούσε πολύ την Ερμιόνη, τις συμμαθήτριές της, τις «ανασκαφές» που έκαναν στο οικόπεδο, δίπλα στο σχολείο, με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψουν αρχαιολογικά ευρήματα. Εκεί μάλιστα είχε κερδίσει και την πρώτη της μάχη. Οταν στη σχολική παράσταση της «Ιλιάδας» της είχαν δώσει τον ρόλο της Θέτιδας και εκείνη επέμενε να πάρει τον ρόλο της Βρισηίδας μέχρι που τα κατάφερε.

Μετακόμισε λοιπόν στον Πειραιά κι εκεί, σε ένα φιλικό σπίτι, γνώρισε ένα βράδυ τον Βαρδή Βαρδινογιάννη. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και αμοιβαίος και από κει και πέρα ήταν θέμα χρόνου η νεαρή Μαριάννα Μπουρνάκη να γίνει Μαριάννα Βαρδινογιάννη.

Κάπου εδώ και λαμβάνοντας υπόψη τα ονόματα, θα φανταζόταν κάποιος ότι θα άρχιζε μια παραμυθένια ζωή για το κορίτσι από την Ερμιόνη. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ουδεμία σχέση έχουν με αυτό που κάποιος φαντάζεται. Οταν το πρώτο τους αγόρι, ο Γιάννης, ήταν πέντε ετών, η Χριστιάννα τριών και ο Γιώργος νεογέννητο στην κούνια, η χούντα «ξηλώνει» τον Βαρδή από το Ναυτικό και τον στέλνει εξορία στην Αμοργό.

Η Μαριάννα που δεν μπορεί να ζήσει μακριά του, παίρνει τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της και τον ακολουθεί στο νησί. Μένει σε ένα σπίτι χωρίς ηλεκτρικό, κρατάει όμως ως πολύτιμη ανάμνηση από εκείνη την εποχή την αγάπη που της έδειξαν οι Αμοργιανοί. «Δεν θα τους ξεχάσω ποτέ. Κάθε μέρα έβρισκα στο παράθυρό μας πότε ένα μπουκάλι γάλα, πότε δυο αβγά, ένα ζεστό ψωμί. Η αγάπη τους ήταν βάλσαμο στην ψυχή μας» είχε εξομολογηθεί πριν από λίγο καιρό σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Gala». Και σε παλαιότερη συνέντευξή της είχε επίσης μιλήσει για τα δύσκολα χρόνια της χούντας, τότε που όλοι τούς είχαν γυρίσει την πλάτη, τα οικονομικά τους ήταν σε άθλια κατάσταση και σε ένα μικρό διαμέρισμα στην Κυψέλη κοιμόταν με τις μπότες διότι δεν περίσσευαν χρήματα για θέρμανση.

Το φως της ελπίδας

Η Μαριάννα όμως δεν το έβαζε κάτω. Ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Πίστευε ότι και στο πιο βαθύ σκοτάδι υπάρχει το φως της ελπίδας. «Αυτή η φράση οδηγεί τα βήματά μου πάντα και φωτίζει τον δρόμο μου ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές» είχε πει στο «Gala». Και οι δύσκολες στιγμές δεν έλειψαν από τη ζωή της και μετά την πτώση της χούντας, όταν απέκτησε άλλα δύο παιδιά, τον Νίκο και τη Βαρδιάννα, όταν τα οικονομικά τους ανέκαμψαν, ακόμη και όταν έγιναν οι «Βαρδινογιάννηδες», μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες του τόπου. Ηταν 20 Νοεμβρίου του 1990 όταν η «17 Νοέμβρη» αποπειράθηκε, ευτυχώς ανεπιτυχώς, να δολοφονήσει τον Βαρδή Βαρδινογιάννη. Από τότε και για πολλά χρόνια η Μαριάννα ήταν συνεχώς μαζί του, ακόμη και στη δουλειά του όπου είχε ένα μικρό γραφείο δίπλα στο δικό του.

Αν αυτό ήταν το βασικό σενάριο της ζωής της Μαριάννας Βαρδινογιάννη θα έμοιαζε σαν ένα όμορφο παραμύθι ανατροπών με κεντρικό άξονα έναν μεγάλο έρωτα και μία τεράστια περιουσία. Η προσφορά και το έργο της μέσω της ΕΛΠΙΔΑΣ όμως κάνει αυτό το παραμύθι μια πραγματικότητα με απτά και ουσιαστικά αποτελέσματα.

Για να καταλάβουμε τη σημασία θα πρέπει να προσδιορίσουμε τη διαφορά ανάμεσα στη φιλανθρωπία και την ευεργεσία. Η πρώτη είναι μια πράξη. Η δεύτερη εμπεριέχει τη λέξη «έργο» κι αυτό συνεπάγεται συνεχή προσπάθεια και δράση και όχι απλώς την πραγμάτωση ενός καθορισμένου σχεδίου.

Καταγράφοντας όσα έχει καταφέρει η Μαριάννα Βαρδινογιάννη από την εποχή ακόμη του «Ιδρύματος για το Παιδί και την Οικογένεια» του οποίου ήταν ιδρύτρια και πρόεδρος, πολλές φορές θα μπορούσε να πει κανείς ότι πέτυχε τους στόχους της. Εκείνη όμως συνέχιζε. Και έτσι κατόρθωσε να κάνει το όραμά της θεσμό.

Πολύτιμος σύμμαχος

Η αλήθεια είναι ότι μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ελάχιστα γνωρίζαμε για τον παιδικό καρκίνο. Εμοιαζε σαν μια συνωμοσία σιωπής ή αδιαφορίας, στη χώρα δεν υπήρχαν υποδομές και οι γονείς των παιδιών δεν μπορούσαν να αντέξουν το οικονομικό βάρος της θεραπείας στο εξωτερικό. Από αυτή τη διαπίστωση άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά το όραμα της ΕΛΠΙΔΑΣ.

Από την απόγνωση που έβλεπε η Μαριάννα Βαρδινογιάννη στα μάτια των μανάδων των άρρωστων παιδιών. Από τον σπαραγμό των παιδιών μόλις έβλεπαν την ένεση ξεκίνησε η ιδέα για να δημιουργηθεί ένα νοσοκομείο που θα μοιάζει περισσότερο με παιδική χαρά. Κι εκείνη τη χειμωνιάτικη ημέρα που η Μαριάννα Βαρδινογιάννη είδε έξω από το νοσοκομείο δυο γονείς από την περιφέρεια να κάθονται σε ένα παγκάκι, μέσα στο χιονόνερο, επειδή «δεν είχαν πού να μείνουν» μπήκε στα σκαριά η δημιουργία του ξενώνα.

Η Ογκολογική Μονάδα Παίδων «Μαριάννα Βαρδινογιάννη – Ελπίδα» υπήρξε για την ίδια έργο και σκοπός ζωής. Στις πρώτες επεμβάσεις ήταν παρούσα η ίδια να κρατάει το χέρι των μανάδων. Τα παιδιά τα θεωρούσε δικά της, βάφτιζε τα ίδια, τα αδέλφια τους, κάποια που μεγάλωσαν τα πάντρευε. Κι εκείνα τη θεωρούσαν άνθρωπο δικό τους. Δεν ήξεραν καμία «κυρία Βαρδινογιάννη» ήξεραν μόνο την «κυρία Μαριάννα».

Αυτό ακριβώς γράφει και η Ρέα Βιτάλη – με την οποία μίλησε στην εκπομπή της «Κεραία», στα επεισόδια για τον παιδικό καρκίνο – στην αποχαιρετιστήρια ανάρτησή της. Οτι καθώς έκαναν γυρίσματα στον προαύλιο χώρο, τα παιδιά που την αναγνώριζαν πίσω από τα παράθυρα, χτυπούσαν με τα χεράκια τους τα τζάμια και φώναζαν «Κυρία Μαριάννα, κυρία Μαριάννα». Σαν να ήταν μια αγαπημένη φίλη.

«Τη θεωρώ αγία…»

Θα έπρεπε ίσως όλοι μας να περάσουμε μια ημέρα σε νοσοκομειακή μονάδα παιδικού καρκίνου και όχι μόνο για να καταλάβουμε τη σημαντικότητα του έργου της. Γι’ αυτό και μου έκανε εντύπωση η ανάρτηση μίας γυναίκας που δεν την είχε συναντήσει ποτέ, μίας δασκάλας στην Κατερίνη, της Γιάννας Κουζιούλη που έγραψε: «…Ηταν παραμονές Χριστουγέννων που η κόρη μου θα έκανε το μεγάλο χειρουργείο από μία σειρά άλλων που είχαν προηγηθεί από τη στιγμή που γεννήθηκε. Η πτέρυγα που νοσηλευόταν ήταν ακριβώς δίπλα από την ογκολογική των παιδιών του ΕΛΠΙΔΑ. Εκείνες τις ατέλειωτες μέρες και ώρες γνώρισα πολλές μητέρες που τα παιδιά τους έδιναν μάχη με τον καρκίνο. Οι ιστορίες που μου διηγήθηκαν γι’ αυτήν τη γυναίκα με έκαναν να τη θεωρώ αγία…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ