Η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας άφησε χθες αμετάβλητο το βασικό επιτόκιο δανεισμού στο 8,5%. Ηταν μια απόφαση η οποία θεωρούνταν σίγουρη από τη συντριπτική πλειοψηφία των αναλυτών, καθώς δύσκολα θα μπορούσε να μεταβληθεί η νομισματική πολιτική ανάμεσα στους δύο γύρους των προεδρικών εκλογών.

Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν προδιαγράφει τις αποφάσεις που θα ληφθούν στις επόμενες συνεδριάσεις της.

Ούτε, βεβαίως, εάν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν – ο οποίος είναι το ακλόνητο φαβορί για την αναμέτρηση της ερχόμενης Κυριακής – θα συνεχίσει να επιβάλλει εκβιαστικά την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων και του φτηνού χρήματος, όπως έκανε όλη την προηγούμενη τετραετία.

Πολλοί, άλλωστε, θεώρησαν την επιβολή περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών από πιστωτικές και άλλες συναλλαγές, που ανακοινώθηκε την περασμένη εβδομάδα και αναιρέθηκε έπειτα από λίγες ώρες, όχι ως «λάθος» κάποιων γραφειοκρατών, αλλά ως μία τροχιοδεικτική βολή προς την κατεύθυνση που θα κινηθεί η οικονομική και νομισματική πολιτική του Ερντογάν και του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) τα επόμενα χρόνια. Οι πιο «τολμηροί», μάλιστα, δεν αποκλείουν το σενάριο μιας προσφυγής στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έστω κι αν ο νυν πρόεδρος την έχει αποκλείσει σε όλους τους τόνους. Κι αυτό διότι θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα αποτελέσει προσωπική του ήττα, ταπείνωση της χώρας του που δεν συνάδει με το αφήγημα του «Αιώνα της Τουρκίας», αλλά και συνθηκολόγηση απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είναι και ο μεγαλύτερος «μέτοχος» του διεθνούς οργανισμού.

Τι λένε οι δείκτες

Οι «σκληροί» οικονομικοί δείκτες μαρτυρούν ότι οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν μετά το τέλος της εκλογικής διαδικασίας θα είναι κρίσιμες και κάθε άλλο παρά εύκολες. Για του λόγου το αληθές, η λίρα έχει χάσει το 80% της αξίας της έναντι του δολαρίου μέσα στην τελευταία πενταετία, ενώ ο πληθωρισμός μπορεί να έχει απομακρυνθεί από την επικίνδυνη ζώνη του 85% (εκεί είχε βρεθεί τον περασμένο Νοέμβριο), ωστόσο παραμένει κοντά στο 45%, κατατρώγοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Οσο για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, εκτιμάται πως για το 2023 θα πλησιάσει ή και θα ξεπεράσει το ποσό των 45 δισ. δολαρίων.

Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αντικειμενική αβεβαιότητα της προεκλογικής περιόδου, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν πως μόνο στο διάστημα των έξι εβδομάδων που προηγήθηκαν του πρώτου γύρου της 14ης Μαΐου τα μεικτά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας σε ξένο συνάλλαγμα και χρυσό μειώθηκαν κατά 15%. Εάν δε αφαιρεθεί ο δανεισμός από τις άλλες κρατικές και ιδιωτικές τράπεζες μέσω swaps, τα καθαρά αποθέματα είναι πρακτικά μηδενικά ή και αρνητικά, καθώς η κεντρική τράπεζα αναγκάστηκε, ανάμεσα στα άλλα, να πουλήσει χρυσό αξίας 9 δισ. δολαρίων από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα για να αποτρέψει περαιτέρω υποχώρηση της λίρας.

Δύο γραμμές

Σε αυτό το φόντο, δεν λείπουν τα ρεπορτάζ που κάνουν λόγο για διχασμό στο κυβερνητικό στρατόπεδο (έστω κι αν, για ευνόητους λόγους, αποκρύπτεται επιμελώς) αναφορικά με την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί την επόμενη ημέρα στην οικονομία. Οι μεν, σύμφωνα με το Reuters και άλλα (διεθνή κυρίως) ΜΜΕ, υποστηρίζουν πως είναι σοβαρό το ενδεχόμενο σταδιακής αλλαγής του μοντέλου που έχει επικρατήσει, καθώς δείχνει να έχει φτάσει στα όριά του. Κάτι τέτοιο, όπως είναι προφανές, θα συνεπάγεται την υιοθέτηση μιας πιο «ορθολογικής» πολιτικής, ενώ θα φέρει πιο κοντά στη θέση του υπουργού Οικονομικών τον Μεχμέτ Σιμσέκ, ο οποίος είχε ασκήσει τα ίδια καθήκοντα και στο παρελθόν και φέρεται να εμπνέει εμπιστοσύνη και στις διεθνείς αγορές.

Τα επιχειρήματα

Οι δε, την ίδια στιγμή, θεωρούν ότι η οικονομική και νομισματική πολιτική που έχει συνεχιστεί μέχρι σήμερα πρέπει να συνεχιστεί πάση θυσία, επιμένοντας πως σύντομα θα αποδώσει καρπούς και θα γεμίσει τα ταμεία του κράτους και της κεντρικής τράπεζας. Το βασικό τους επιχείρημα είναι ότι, σε αντίθεση με άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, η Τουρκία έχει οικοδομήσει ισχυρή παραγωγική βάση, η οποία τελικώς θα στηρίξει και το νόμισμα – η «αδυναμία» του οποίου, στο μεταξύ, θα συνεχίσει να ενισχύει τις εξαγωγές. Πράγματι, με βάση ανάλυση που δημοσιεύτηκε στους «Financial Times», ο μεταποιητικός τομέας συνεισφέρει στο ΑΕΠ ποσοστό της τάξης του 22%, που είναι συγκρίσιμο με εκείνο της Κίνας (27%) και της Μαλαισίας (23%), αλλά πολύ υψηλότερο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Βραζιλίας (10%) ή της Ινδίας (14%).

Σε κάθε περίπτωση, οι πιθανότητες η οικονομική πολιτική Ερντογάν και ΑΚΡ να μην είναι και τόσο ευχάριστη για την πλειοψηφία των Τούρκων στην επόμενη θητεία τους έχουν μεγαλώσει. Ειδικά τον Ερντογάν, πάντως, αυτή τη φορά δεν τον ανησυχεί τόσο το πολιτικό κόστος, μιας και αυτή η πενταετία (εφόσον, φυσικά, επανεκλεγεί) θα είναι η τελευταία του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ «ΤΑ ΝΕΑ»