Στην τελική ευθεία για τις πανελλαδικές εξετάσεις, η αγωνία κορυφώνεται, οι αντοχές των παιδιών και των οικογενειών τους δοκιμάζονται. Πότε η μελέτη είναι αποδοτική; Με το άγχος τι κάνουμε; Είναι φυσιολογικό; Μπορεί να γίνει σύμμαχος ή λειτουργεί πάντα «υπονομευτικά»; Και το άμεσο περιβάλλον πώς μπορεί να υποστηρίζει χωρίς να πιέζει; Για άλλους πρόκληση και για άλλους «απειλή», οι εξετάσεις συνοδεύονται -σχεδόν πάντα- από άγχος.

«Το στοίχημα είναι το άγχος να είναι δημιουργικό, διευκολυντικό και όχι αποδιοργανωτικό», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σοφία Ελευθερία Γωνίδα, καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

«Σε γράφημα που απεικονίζεται η σχέση άγχους- διέγερσης και επίδοσης, φαίνεται πως η καλύτερη επίδοση συνδέεται με τα μέσα επίπεδα άγχους, ενώ στις περιπτώσεις υψηλού και πολύ χαμηλού άγχους έχουμε και χαμηλές επιδόσεις», επισημαίνει η κ. Γωνίδα, η οποία, παράλληλα, ως ομιλήτρια ιστοδιάλεξης στο κανάλι της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας στο youtube, με θέμα «Άγχος και διαχείριση εξετάσεων», απάντησε σε κρίσιμα ερωτήματα για την εξεταστική περίοδο, μία απαιτητική συνθήκη, η οποία -μεταξύ άλλων- χρειάζεται και δεξιότητες διαχείρισης.

Ειδικά οι πανελλαδικές έχουν ιδιαίτερο χαρακτήρα καθώς αποτελούν κριτήριο εκπαιδευτικών και επαγγελματικών επιλογών. «Το άγχος διακρίνεται σε αυτό μιας προσωρινής κατάστασης, όπως σε ένα διαγώνισμα και σε αυτό ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητας. Όσοι είναι αγχώδεις έχουν αυξημένη προδιάθεση να βλέπουν μία εξέταση ως απειλή για τον εαυτό τους», σημειώνει η καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης.

«Τα παιδιά πρέπει να είναι αποδεκτά άνευ όρων»

Καθοριστικό ρόλο για το πώς θα βιώσει τις εξετάσεις έχει ο ίδιος ο υποψήφιος, παρά το γεγονός ότι οι «σημαντικοί άλλοι», όπως γονείς, εκπαιδευτικοί και φίλοι, είναι «πηγές» στήριξης του μαθητή, σύμφωνα με την κ. Γωνίδα.

Η ίδια υπογραμμίζει ότι τα παιδιά πρέπει να είναι αποδεκτά άνευ όρων, ανεξαρτήτως των μαθησιακών τους επιδόσεων και δεν θα πρέπει ποτέ να αγωνιούν για το αν απολαμβάνουν την αγάπη και την αποδοχή των γονιών τους. «Μπορεί να υπάρχουν εντάσεις μεταξύ γονέων και παιδιών, αλλά η αποδοχή πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη», τονίζει, ενώ ερωτηθείσα σχετικά με το μέχρι πού φτάνει η γονεϊκή εμπλοκή, απαντά: «Όχι στον ασφυκτικό έλεγχο, που δεν αφήνει τα παιδιά να αναπνεύσουν. Οι γονείς οικοδομούν εμπιστοσύνη, ασφαλές υποστηρικτικό περιβάλλον χωρίς συγκρούσεις, συζητούν φόβους και αγωνίες, αποφεύγουν την αρνητική κριτική, δίνουν εναλλακτικές. Να αποφεύγεται η υπερεμπλοκή γιατί μειώνει την αυτονομία του εφήβου».

Καλή προετοιμασία, αυτορυθμιζόμενη διαχείριση- ανάληψη ευθύνης

«Η ποιότητα της προετοιμασίας για τις εξετάσεις επηρεάζει πολύ τα επίπεδα άγχους», υπογραμμίζει -μεταξύ άλλων- η καθηγήτρια Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης. «Καλή προετοιμασία εννοούμε να προσεγγίζει τη μάθηση ενεργητικά, να αναπτύσσει συνθετική και κριτική σκέψη. Οι μαθητές που έχουν ενεργητικό τρόπο μάθησης, πάνε καλύτερα στις εξετάσεις», επισημαίνει.

Τονίζει, δε, ότι σημαντικός παράγοντας διαχείρισης του άγχους είναι ο υποψήφιος να θέτει ρεαλιστικούς στόχους, να αξιοποιεί τις δυνατότητές του, να εντοπίζει τις αδυναμίες του και να επενδύει στην προσπάθεια. «Να αναλαμβάνει ο ίδιος ο μαθητής μία αυτορυθμιζόμενη διαχείριση, να αναλαμβάνει το δικό του μερίδιο ευθύνης. Έχει σημασία τι αξία αποδίδει στη μελέτη, μπορεί δηλαδή κάποιος να θεωρεί ότι του «κοστίζει». Η σύγκρουση που έχουν πολλοί έφηβοι μεταξύ της προσπάθειας που πρέπει να καταβάλλουν για τη μελέτη και του χρόνου ψυχαγωγίας είναι παράγοντας που επηρεάζει τη διαχείριση», σημειώνει η κ. Γωνίδα.

Τι γίνεται, όμως, στην περίπτωση που ένας μαθητής αντιλαμβάνεται ότι θα μπορούσε να είχε προετοιμαστεί καλύτερα; «Το μόνο που μπορεί να κάνει ο γονιός είναι να επιβεβαιώσει την εμπιστοσύνη του στο παιδί και να το ενθαρρύνει προκειμένου να δώσει ό,τι καλύτερο μπορεί με βάση τη μελέτη που έχει κάνει, τις δεξιότητες και γνώσεις που έχει αποκτήσει το προηγούμενο διάστημα. Η κατάσταση είναι διαμορφωμένη και δεν μπορεί να ανατραπεί την τελευταία στιγμή»,. σχολιάζει η κ. Γωνίδα.

Πρόγραμμα και αίσθημα ελέγχου

«Ο υποψήφιος να διαχειρίζεται λειτουργικά το χρόνο, να έχει ρολόι ώστε να ξέρει πώς αυτός τρέχει. Όταν έχει πρόγραμμα, έχει αίσθημα ελέγχου της κατάστασης. Καλή στρατηγική με τους φίλους είναι να ορίζει κάποιες ώρες για επικοινωνία και ψυχαγωγία ώστε τις υπόλοιπες να μένει απερίσπαστος», αναφέρει η κ. Γωνίδα.

«Η έγκαιρη αντιμετώπιση των δυσκολιών μπορεί, επίσης, να κάνει την περίοδο των εξετάσεων πιο λειτουργική», σημειώνει η καθηγήτρια του ΑΠΘ και επισημαίνει, μεταξύ άλλων, την σημασία της ξεκούρασης και των θετικών σκέψεων. «Πολλοί μαθητές περνούν φάσεις που σκέφτονται με δυσλειτουργικό τρόπο, όπως «αποκλείεται να τα καταφέρω». Αυτές οι δυσλειτουργικές σκέψεις πρέπει να αντικατασταθούν με θετικές, όπως «θα προσπαθήσω να κάνω το καλύτερο που μπορώ»», αναφέρει η κ. Γωνίδα, διευκρινίζοντας ότι «αρνητική σκέψη είναι και η υπερβολική σιγουριά ότι «θα τα καταφέρω» γιατί δημιουργεί χαμηλή κινητοποίηση και αυξάνει τις πιθανότητες για χαμηλές επιδόσεις».

Όσο για το τι συστήνει στους μαθητές; «Επανάληψη, επανάληψη επανάληψη, αλλά ενεργητική. Ενεργητική στρατηγική είναι η διατύπωση ερωτήσεων του μαθητή προς τον εαυτό του, να δει αν μπορεί να απαντήσει και αυτό του δίνει αίσθηση ελέγχου», υπογραμμίζει.

Δίνει, δε, και κάποιες πρακτικές συμβουλές σε ό,τι αφορά τις ίδιες τις εξετάσεις: « Να ακούσουν οι υποψήφιοι προσεκτικά τις οδηγίες από τους εξεταστές, καλή κατανόηση για το τι ζητά ακριβώς το θέμα. Ξεκινούν πάντα από τα θέματα που γνωρίζουν καλύτερα. Κρατούν χρόνο για έλεγχο του γραπτού. Αν υπάρχει κάποιο σφίξιμο στο σώμα κατά τη διάρκεια των εξετάσεων οι βαθιές ανάσες βοηθούν», αναφέρει, επισημαίνοντας ότι «αν κάποιος μαθητής αισθανθεί ότι χρειάζεται επιπλέον στήριξη από αυτή των γονέων, εκπαιδευτικών, φίλων να μην διστάσει να αναζητήσει βοήθεια ειδικού».

Η πανδημία του κορονοϊού αύξησε το άγχος και την αβεβαιότητα

Σε ό,τι αφορά τις αλλαγές που έχει φέρει η βίαιη εισβολή του κορονοϊού στις ζωές όλων, η κ. Γωνίδα αναφέρει: «Οι μαθητές είχαν να αντιμετωπίσουν τον εγκλεισμό, τον περιορισμό συναναστροφών και δραστηριοτήτων, μία αβεβαιότητα γενική, βίωσαν όπως όλοι μας αντιφατικά και μεταβαλλόμενα συναισθήματα, που είναι όμως φυσιολογικά. Ας τονίσουμε τα θετικά από την κρίση. Γιατί σε δύσκολες συνθήκες ανακαλύψαμε νέες δυνάμεις εσωτερικές, ανταποκριθήκαμε, κερδίσαμε, αξιοποιήσαμε δεξιότητες. Να εγείρουμε την επίγνωση των παιδιών για τις θετικές δυνάμεις που δεν ήταν καθόλου αυτονόητες».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ