Η πολιτική – ανάμεσα στα άλλα – είναι και διαχείριση των προσδοκιών. Ετσι λέει ένα από τα τσιτάτα που χρησιμοποιούν όχι μόνο οι πολιτικοί αναλυτές, αλλά και όσοι ασχολούνται με την κομματική κουζίνα. Αφού, λοιπόν, το επικαλούνται τόσο οι θεωρητικοί όσο και οι επαγγελματίες του είδους μάλλον εμπεριέχει μια δόση αλήθειας. Εξού και από τα επιτελεία των δύο μεγάλων κομμάτων έχουν αποδυθεί ήδη σε μια επιχείρηση διαχείρισης της 27ης Μαΐου. Μια επιχείρηση να καθορίσουν πώς θα αναγνωσθεί το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης στα δύο επικρατέστερα σενάρια. Σε εκείνο που θέλει την ψαλίδα μεταξύ των δύο να είναι τελικά μικρή. Και στο άλλο που η ΝΔ θα επικρατήσει με διαφορά που δύσκολα αμφισβητείται.

Η στρατηγική των δύο μονομάχων διαφαίνεται πίσω από τις προεκλογικές τους λέξεις. Ο μεν Αλέξης Τσίπρας αποπειράται να σπείρει το ζιζάνιο της αμφιβολίας για τη γαλάζια πρωτιά. Ο δε Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρεται διαρκώς σε μια πολιτική αλλαγή. Οφείλει να αναγνωρίσει κανείς πως ο καθένας τους έχει την άνεση να λανσάρει στους ψηφοφόρους όποιο αφήγημα εκείνος επιθυμεί χάρη στο ρευστό τοπίο, που λένε οι επαγγελματίες των μετρήσεων κοινής γνώμης πως έχει διαμορφωθεί. Χάρη, δηλαδή, στη δημοσκοπική απόσταση των περίπου έξι μονάδων που στατιστικά μπορεί να εκληφθεί και ως μια σεβαστή διαφορά και σαν ισοπαλία – αν το ένα κόμμα κερδίσει τρεις μονάδες στην κάλπη και το άλλο χάσει τρεις μονάδες.

«Σε αυτή τη φάση έχει επιτευχθεί η κανονικοποίηση» λέει γνωστός αναλυτής. Εννοεί πως τα διψήφια ποσοστά της ψαλίδας τής προηγούμενης περιόδου δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια αποτύπωση της στιγμής, ενώ αυτά που βλέπουμε τώρα «είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα για τον απλό λόγο ότι βρισκόμαστε όντως σε συνθήκες εκλογών».

Οσο για ένα(τρίτο) σενάριο, δηλαδή της ολικής ανατροπής στη σειρά με τον ΣΥΡΙΖΑ να βρίσκεται πρώτος και τη ΝΔ δεύτερη; Κανένας σώφρων δημοσκόπος δεν θα ποντάριζε τα λεφτά του σε αυτό γιατί η κατάταξη «παραμένει ίδια για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα». Ούτε όμως εκείνο της ευρύτατης διαφοράς έχει – για να το πούμε στοιχηματικά – πια μεγάλη απόδοση μιας και στα τελευταία γκάλοπ η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη διαφορά είναι 8%.

Ο συριζαϊκός πόθος του 4%

Στην επίσημη γαλάζια προσέγγιση οποιοδήποτε αποτέλεσμα πάνω από το 3,84% – με το οποίο είχε νικήσει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2014 – είναι ξεκάθαρη νίκη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μόνο που στη συριζαϊκή θεώρηση μια διαφορά κοντά στο 4% μπορεί να πλασαριστεί ως νίκη του κυβερνώντος κόμματος. Επειδή, θα έχουν την ευχέρεια να διατείνονται πως κατόρθωσαν να μειώσουν την απόστασή τους από τη ΝΔ από τα διψήφια ποσοστά στα όρια σχεδόν του στατιστικού λάθους. Αρα, θα μπορούν να μιλούν για την κυβερνώσα Αριστερά που επανακάμπτει.

Στην ανεπίσημη γαλάζια προσέγγιση κυριαρχεί η ανησυχία για κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και έχει ήδη αποφασιστεί πως αν η διαφορά είναι έστω κι ελάχιστα πάνω από 3,84% από την ίδια κιόλας νύχτα η ΝΔ θα σκληρύνει όσο το δυνατόν περισσότερο τη στάση της. Το αίτημα για εθνικές εκλογές θα επαναλαμβάνεται ανελλιπώς επί τη βάσει της λαϊκής ετυμηγορίας που ισούται με απονομιμοποίηση της κυβέρνησης. Οι νεοδημοκράτες φαίνεται να στοιχηματίζουν και σε μια διαφοροποίηση της στάσης των Ευρωπαίων προκειμένου να δυσκολέψει η καθημερινότητα των πολιτικών τους αντιπάλων σε Μαξίμου και υπουργεία. Οχι μόνο λόγω της αλλαγής στην προεδρία της Κομισιόν, αλλά και εξαιτίας του άγραφου κανόνα που θέλει τις κυβερνήσεις σε αποδρομή να χάνουν τη φιλία των εταίρων.

Σύμφωνα, πάντως, με έμπειρο πολιτικό αναλυτή «μόνο αν η διαφορά έχει μπροστά 2 (σ.σ.: αν είναι κάτω από 3%), ο Αλέξης Τσίπρας θα έπαιρνε την απόφαση να προκηρύξει άμεσα εκλογές. Γιατί τότε θα θεωρούσε πως πραγματικά έχει momentum ανόδου». Κατά την εκτίμησή του στην περίπτωση του Πρωθυπουργού – δεδομένης της μέχρι τώρα συμπεριφοράς του σε κρίσιμες στιγμές – δύσκολα θα έχει εφαρμογή «η θεωρία του εξαναγκασμού» από τη φθορά της εξουσίας και την αντιπολιτευτική πίεση. Με άλλα λόγια, ο Τσίπρας δεν έχει δείξει να φέρεται πολιτικώς ορθολογικά. Οπότε ενδεχομένως να μην αντιδράσει όπως κάθε πρωθυπουργός θα αντιδρούσε σε μια ήττα.

Το σενάριο της «μεσαίας διαφοράς»

Οσοι έχουν εντρυφήσει στη μελέτη της τσιπρικής συμπεριφοράς αρθρώνουν ένα παρόμοιο επιχείρημα για τη διαχείριση εκ μέρους του μιας ήττας με 6 ή 7 μονάδες. «Θα εκμεταλλευθεί» λένε «την αστάθεια που έχει δημιουργήσει στη ΝΔ η απότομη δημοσκοπική πτώση, εξαιτίας της οποίας τα στελέχη της συζητούν αν μια διαφορά γύρω στο 6% από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι καλή ή κακή». Θα υιοθετήσει, δηλαδή, ως γραμμή άμυνας το σκεπτικό πως το κόμμα του και στην εν λόγω έκβαση μείωσε εντυπωσιακά την ψαλίδα από τα διψήφια ποσοστά σε μονοψήφιο. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αξιωματική αντιπολίτευση τελικά δεν κατόρθωσε να πείσει όσο το δυνατόν περισσότερους. Επομένως, στην αριστερή ρητορική το μήνυμα που υποστηρίζει η Κεντροδεξιά πως στέλνει η νίκη της θα λανσάρεται ως όχι και τόσο εύγλωττο.

Οπως το θέτει χαριτολογώντας κι ένας έμπειρος κοινοβουλευτικός, από το στρατόπεδο των αντιπάλων της πρώτης φοράς Αριστερά, «εδώ έκανε το Οχι, Ναι στο δημοψήφισμα. Δεν θα μπορούσε να τελειοποιήσει τις επιδόσεις του στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας παρουσιάζοντας ως νίκη την ήττα του;». Ο προαναφερθείς αναλυτής, μάλιστα, υποστηρίζει ότι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο «ο Τσίπρας δεν θα έχει κίνητρο να πάει σε εκλογές. Θα πιστέψει πως μέχρι τη λήξη της κυβερνητικής θητείας θα καταφέρει αν όχι να γυρίσει το παιχνίδι, να περιορίσει έστω τη ζημιά».

Παρεμπιπτόντως, στο σενάριο του 4% οι συριζαίοι φαίνεται να ευελπιστούν πως στις γαλάζιες τάξεις θα κυριαρχήσει «εσωκομματική γκρίνια». Εκτίμηση που εντείνεται από τοποθετήσεις στα μίντια σαν τη μεϊμαρακική «σε περίπτωση μικρής διαφοράς θα πράξουμε αναλόγως». Κι όπως όλα δείχνουν, εκείνοι προτίθενται να αναδεικνύουν την γκρίνια ως ένδειξη πως μέχρι κι οι νικητές προσέλαβαν τη νίκη τους ως ήττα. Τι κι αν «οι εθνικές θα είναι ούτως ή άλλως πολύ κοντά για να υπάρξει κλίμα εσωστρέφειας στη ΝΔ», όπως σημειώνει ένας ανεξάρτητος παρατηρητής;

Η Πειραιώς, βέβαια, και στα δύο σενάρια θα βγάλει από τη φαρέτρα της και τον χάρτη των αυτοδιοικητικών εκλογών. Οπως υπογραμμίζει άνθρωπος με γνώση των δημοσκοπικών στοιχείων, φανερών και κρυφών, «η ΝΔ πάει πολύ καλύτερα από τις προηγούμενες τοπικές εκλογές». Κι έτσι ο αντίκτυπος των θετικών για εκείνη – και φυσικά των αρνητικών για τον ΣΥΡΙΖΑ – αποτελεσμάτων σε περιφέρειες και δήμους θα υποστηρίξει το αφήγημά της. Στους δήμους, άλλωστε, οι υποψήφιοι αρνούνται τη στήριξη του κυβερνώντος κόμματος και στις περιφέρειες εκείνο έχει ελπίδες μόνο χάρη σε υποψηφίους του ΚΙΝΑΛ.

Αν, λοιπόν, ένας δημοσκόπος διακινδύνευε μια πρόβλεψη θα έλεγε πως «είμαστε πιο κοντά στο ενδιάμεσο σενάριο. Αυτό που θα καταγραφεί μια νίκη της ΝΔ χωρίς ωστόσο να είναι συντριπτική. Κι έτσι θα αφήνει στον ΣΥΡΙΖΑ την αισιοδοξία ότι μπορεί να αντιστρέψει την κατάσταση στις εθνικές κάλπες». Εφόσον η συγκεκριμένη πηγή επιβεβαιωθεί, ο σοφός λαός δεν θα λύσει το πρόβλημα των δύο μεγάλων κομμάτων, θα τα έχει όμως αμφότερα ικανοποιημένα.