Το ευρωπαϊκό δικαστήριο αποφάσισε σε μια πρόσφατη υπόθεση ότιείναι αντίθετο σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες αυτές είναι δικαιολογημένες.

Κι αυτό στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος.

Το δικαστήριο λέει ότι το αντίθετο μπορεί να γίνει στην περίπτωση που η νομοθεσία αυτή επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως του απουσιασμού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Επί της ουσίας της απόφασης, η οποία δύναται να ισχύσει σε όλες τις χώρες – μέλη, μπαίνει φρένο στην ανεξέλεγκτη δυνατότητα που έχει ένας εργοδότης να απολύει με βάση τις απουσίες που κάνει ένας εργαζόμενος ο οποίος δικαιολογημένα και λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να εργαστεί. Βεβαίως το δικαστήριο κάθε χώρας στο οποίο θα προσφεύγουν οι αντίδικοι, μπορεί να αποφασίσει αν όντως οι απουσίες από την εργασία έγιναν εξαιτίας της αναπηρίας.

Ιστορικό

Στις 2 Ιουλίου 1993, o Σ.Ε. Ρουίζ Κονεχιέρο προσελήφθη ως εργαζόμενος καθαριότητας σε νοσοκομείο της Κουένκα (Ισπανία), που υπάγεται στην Αυτόνομη Κοινότητα της Καστίλλης – Λα Μάντσα (Ισπανία).Η τελευταία επιχείρηση που τον απασχόλησε στη θέση αυτή ήταν η επιχείρηση καθαριότητας Ferroser Servicios Auxiliares.

Ο Κονεχιέρο παρέσχε ομαλά την εργασία του τόσο στην επιχείρηση αυτή όσο και σε εκείνες που τον απασχόλησαν προηγουμένως. Ουδέποτε είχε προβλήματα στην εργασία του ούτε του επιβλήθηκαν κυρώσεις.

Από το κείμενο της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει ότι, με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2014, το τοπικό παράρτημα Κουένκα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικών Υποθέσεων της Κυβερνήσεως της Αυτόνομης Κοινότητας της Καστίλης–Λα Μάντσα διαπίστωσε ότι ο Κονεχιέρο έπασχε από αναπηρία. Το ποσοστό αναπηρίας του προσδιορίστηκε στο 37%, εκ του οποίου το 32% αφορούσε σωματικούς περιορισμούς λόγω παθήσεως του ενδοκρινικού – μεταβολικού συστήματος (παχυσαρκία) και περιορισμένης λειτουργίας της σπονδυλικής του στήλης και το 5% οφειλόταν σε συναφείς επιβαρυντικούς κοινωνικούς παράγοντες.

Μεταξύ 2014 και 2015, ο Κονεχιέρο περιήλθε σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία κατά τα ακόλουθα διαστήματα:

– από την 1 έως τις 17 Μαρτίου 2014, λόγω οξέος άλγους, το οποίο επέβαλε τη νοσηλεία του σε νοσοκομειακό ίδρυμα από τις 26 Φεβρουαρίου έως την 1η Μαρτίου 2014·

– από τις 26 έως τις 31 Μαρτίου 2014, λόγω ιλίγγου/ναυτίας·

– από τις 26 Ιουνίου έως τις 11 Ιουλίου 2014, λόγω οσφυαλγίας·

– από τις 9 έως τις 12 Μαρτίου 2015, λόγω οσφυαλγίας·

– από τις 24 Μαρτίου έως τις 7 Απριλίου 2015, λόγω οσφυαλγίας·

– από τις 20 έως τις 23 Απριλίου 2015, λόγω ιλίγγου/ναυτίας.

Σύμφωνα με τη διάγνωση των Ιατρικών Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας τα προβλήματα αυτά υγείας ανέκυψαν εξαιτίας εκφυλιστικής αρθροπάθειας και πολυαρθρίτιδας τις οποίες επιδείνωνε η παχυσαρκία του Κονεχιέρο. Οι ως άνω υπηρεσίες συνήγαγαν ότι τα εν λόγω προβλήματα οφείλονταν στις παθήσεις λόγω των οποίων αναγνωρίστηκε η αναπηρία του εργαζόμενου.
Ο Κονεχιέρο ενημέρωσε τον εργοδότη του εμπροθέσμως και νομοτύπως για όλες τις περιόδους απουσίας του από την εργασία λόγω ασθενείας οι οποίες παρατίθενται ανωτέρω με ιατρικά πιστοποιητικά που ανέφεραν τον λόγο των απουσιών αυτών και τη διάρκειά τους.

Με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2015, η Ferroser Servicios Auxiliares ενημέρωσε τον εργαζόμενο για την απόλυσή του κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα, με το αιτιολογικό ότι η σωρευτική διάρκεια των απουσιών του, έστω και αν αυτές ήταν δικαιολογημένες, είχε υπερβεί το κατά τη διάταξη αυτή ανώτατο όριο, ήτοι το 20% των εργάσιμων ημερών κατά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2015, το δε σύνολο των απουσιών του κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες είχε ανέλθει στο 5% των εργάσιμων ημερών.

Ο Κονεχιέρο προσέβαλε την απόφαση απολύσεως ενώπιον και η απόφαση έφτασε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο το οποίο έπρεπε να απαντήσει στο ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα.

«Εμποδίζει η οδηγία 2000/78/ΕΕ την εφαρμογή εθνικής νομοθετικής διατάξεως κατά την οποία ο εργοδότης έχει δικαίωμα να απολύσει εργαζόμενο για αντικειμενικούς λόγους, εξαιτίας απουσιών, έστω και δικαιολογημένων, από την εργασία που όμως επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, αντιστοιχουσών στο 20% των εργάσιμων ημερών σε δύο συναπτούς μήνες εφόσον το σύνολο των απουσιών κατά τους δώδεκα προηγούμενους μήνες ανέρχεται στο 5% των εργάσιμων ημερών, ή στο 25% των εργάσιμων ημερών σε τέσσερις μη συναπτούς μήνες εντός περιόδου δώδεκα μηνών, στην περίπτωση εργαζομένου ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί ως άτομο με αναπηρία κατά την έννοια της οδηγίας, όταν η λήψη της άδειας οφείλεται στην αναπηρία του;»

Τα σκεπτικά του δικαστηρίου

Επισημαίνεται καταρχάς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, σκοπός της είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση, στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, των διακρίσεων που στηρίζονται σε κάποιον από τους διαλαμβανόμενους στο άρθρο αυτό λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αναπηρία. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις απολύσεις.

Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως «αναπηρία», κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78/ΕΕ, πρέπει να νοείται μειονεκτικότητα οφειλόμενη ιδίως σε μακροχρόνια σωματική, διανοητική ή ψυχική πάθηση η οποία, σε συνδυασμό με διάφορα εμπόδια, μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του ενδιαφερομένου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους.

Συναφώς, σε περίπτωση που, υπό δεδομένες συνθήκες, η παχυσαρκία του εργαζομένου συνεπάγεται μειονεκτικότητα όπως η διαλαμβανόμενη στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω παχυσαρκία εμπίπτει στην κατά την οδηγία 2000/78 έννοια της «αναπηρίας».

Αυτό συμβαίνει ιδίως σε περίπτωση που η παχυσαρκία του εργαζομένου παρακωλύει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους λοιπούς εργαζομένους εξαιτίας μειωμένης κινητικότητας ή της εμφανίσεως σε αυτόν παθολογικών καταστάσεων που δεν του επιτρέπουν να εκτελέσει την εργασία του ή του προκαλούν δυσχέρειες κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας.

Προκειμένου να κριθεί αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η κατάσταση του Κονεχιέρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να ελέγξει αν η μειονεκτικότητα την οποία εμφανίζει πρέπει να χαρακτηριστεί ως αναπηρία κατά την έννοια της ως άνω οδηγίας.

Το αιτούν δικαστήριο οφείλει επίσης να λάβει υπόψη όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που είναι σημαντικά για τον έλεγχο αυτό, ιδίως δε το άμεσο και το έμμεσο κόστος που βαρύνει τις επιχειρήσεις εξαιτίας του απουσιασμού από την εργασία.

Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει επίσης να ελέγξει αν το άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα, προβλέποντας το δικαίωμα απολύσεως των εργαζομένων που πραγματοποιούν επαναλαμβανόμενες κατά διαστήματα απουσίες από την εργασία λόγω ασθενείας, εφόσον συμπληρώνεται ορισμένος αριθμός ημερών απουσίας, παρέχει στους εργοδότες κίνητρο για πρόσληψη και διατήρηση στη θέση εργασίας (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark, C – 335/11 και C – 337/11, EU:C:2013:222, σκέψη 88).

Αφετέρου, προκειμένου να εξετασθεί αν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα μέσα υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, η διάταξη αυτή πρέπει να αναχθεί στο πλαίσιό της και να συνεκτιμηθεί η ζημία την οποία ενδέχεται να προκαλέσει στους ενδιαφερομένους (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, HK Danmark, C – 335/11 και C – 337/11, EU:C:2013:222, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Προς τούτο, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει μήπως ο Ισπανός νομοθέτης παρέλειψε να συνεκτιμήσει κρίσιμα στοιχεία τα οποία αφορούν ιδίως τους εργαζομένους με αναπηρία.

Κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας των μέσων που προβλέπονται από το άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα, πρέπει επίσης να συνεκτιμάται ο κίνδυνος τον οποίο διατρέχουν τα άτομα με αναπηρία, τα οποία αντιμετωπίζουν κατά κανόνα περισσότερες δυσχέρειες σε σχέση με τους εργαζομένους χωρίς αναπηρία όσον αφορά την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας και έχουν ειδικές ανάγκες που συνδέονται με την προστασία η οποία απαιτείται λόγω της καταστάσεώς τους.

Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα, δεν λαμβάνονται υπόψη ως επαναλαμβανόμενες κατά διαστήματα απουσίες από την εργασία, επί τη βάσει των οποίων χωρεί λύση της συμβάσεως εργασίας, μεταξύ άλλων, οι άδειες λόγω μη επαγγελματικής ασθένειας ή μη εργατικού ατυχήματος όταν η άδεια έχει χορηγηθεί από τις επίσημες υγειονομικές υπηρεσίες και έχει διάρκεια άνω των είκοσι συναπτών ημερών. Δεν λαμβάνονται υπόψη ούτε οι απουσίες που οφείλονται σε θεραπευτική αγωγή κατά του καρκίνου ή άλλης σοβαρής ασθένειας.

Κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, ο εθνικός νομοθέτης θέλησε κατ’ αυτόν τον τρόπο να εξισορροπήσει τα συμφέροντα της επιχειρήσεως με την προστασία και την ασφάλεια των εργαζομένων, αποτρέποντας το ενδεχόμενο να προκύψουν από το μέτρο αυτό άδικες καταστάσεις ή στρεβλά αποτελέσματα. Εξ αυτού του λόγου ορισμένες απουσίες όπως αυτές που οφείλονται σε ασθένειες οι οποίες περιγράφονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν έρεισμα αποφάσεως περί απολύσεως λόγω επαναλαμβανόμενων κατά διαστήματα απουσιών από την εργασία. Το 2012, ο Ισπανός νομοθέτης προσέθεσε στον κατάλογο των απουσιών που δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν λόγο απολύσεως τις απουσίες εκείνες που οφείλονται σε θεραπευτική αγωγή κατά του καρκίνου ή άλλης σοβαρής ασθένειας. Οι δε εργαζόμενοι με αναπηρία κατά κανόνα εμπίπτουν σε κάποιες από τις περιπτώσεις αυτές, οπότε σε τέτοιες περιπτώσεις οι απουσίες που οφείλονται στην αναπηρία δεν λαμβάνονται υπόψη για την απόλυση λόγω επαναλαμβανόμενων κατά διαστήματα απουσιών από την εργασία.

Διαπιστώνεται ότι ναι μεν το άρθρο 52, στοιχείο d, του Εργατικού Κώδικα προβλέπει ότι ορισμένες απουσίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επαναλαμβανόμενες κατά διαστήματα απουσίες από την εργασία επί τη βάσει των οποίων χωρεί λύση της συμβάσεως, πλην όμως οι απουσίες από την εργασία λόγω ασθένειας του εργαζομένου δεν καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις «αναπηρίας» κατά την έννοια της οδηγίας 2000/78.

Όπως επισήμανε η Ισπανική Κυβέρνηση, μεταξύ των στοιχείων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εκτίμηση για την οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 49 της παρούσας αποφάσεως, περιλαμβάνεται η ύπαρξη, στην ισπανική έννομη τάξη, διατάξεων για την προστασία ειδικώς των ατόμων με αναπηρία, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 40 του νομοθετικού διατάγματος 1/2013, που παρατίθεται στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως. Ειδικότερα, τέτοιες διατάξεις είναι ικανές να προλάβουν ή να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα που προκαλούνται από την αναπηρία, περιλαμβανομένης και της ενδεχόμενης επελεύσεως ασθενειών οι οποίες συνδέονται με την αναπηρία.

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες είναι δικαιολογημένες, στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αυτές αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος, εκτός εάν η νομοθεσία αυτή επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως του απουσιασμού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία που προβλέπει ότι ο εργοδότης δύναται να απολύσει εργαζόμενο εξαιτίας απουσιών από την εργασία που επαναλαμβάνονται κατά διαστήματα, έστω και αν οι απουσίες αυτές είναι δικαιολογημένες, στην περίπτωση κατά την οποία οι απουσίες αποτελούν συνέπεια ασθενειών οφειλόμενων στην αναπηρία από την οποία πάσχει ο εργαζόμενος, εκτός εάν η νομοθεσία αυτή επιδιώκει τον θεμιτό σκοπό της καταπολεμήσεως του απουσιασμού και δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

in.gr