Το παρόν βιβλίο αποτελεί το α’ τεύχος του παράλληλου συντακτικού και αφορά στη διαίρεση του λόγου σε περιόδους, ημιπεριόδους και προτάσεις και στο ονοματικό μέρος του λόγου μέσα από θεωρία και ασκήσεις.
Σελίδες: 160
Σχήμα: 21 x 29

Βασικός στόχος του συγκεκριμένου έργου είναι να καλλιεργηθεί στους αναγνώστες η συνείδηση της συνέχειας, της αδιάσπαστης ενότητας και εξέλιξης της γλώσσας μας στις συντακτικές της κυρίως δομές, μέσα από το συσχετισμό των συντακτικών φαινομένων της αρχαίας και νέας ελληνικής και μέσα από την αποτύπωση των αλλαγών που συντελέστηκαν στις δομές της. Έτσι, πιστεύουμε πως η θεωρία, τα παραδείγματα και οι ασκήσεις που περιέχονται στο βιβλίο θα καταστήσουν καλύτερα κατανοητή τη λειτουργία της γλώσσας μας μέσα στο χρόνο.

Επιπλέον, το παράλληλο συντακτικό μπορεί να συμβάλει και στην εξοικονόμηση διδακτικού χρόνου ή απλώς στην εξοικονόμηση χρόνου εκμάθησης των συντακτικών φαινομένων της ελληνικής γλώσσας από τους μαθητές.
Το παρόν βιβλίο αποτελεί το α’ τεύχος του παράλληλου συντακτικού και αφορά στη διαίρεση του λόγου σε περιόδους, ημιπεριόδους και προτάσεις και στο ονοματικό μέρος του λόγου μέσα από θεωρία και ασκήσεις.

Πρόλογος
H γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός, είναι «ανάσα ζωντανών ανθρώπων». Δέχεται αλλαγές, αλλοιώσεις, ακολουθεί και αφομοιώνει την εποχή της, εξελίσσεται. Η στατικότητα είναι άγνωστη γι’ αυτήν. Αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η δυναμική τής ανανέωσης. Ακολουθεί τη σκέψη των ανθρώπων που τη μιλούν και την εκφράζει ταυτόχρονα. Αυτές οι διακυμάνσεις της, που κάνουν να μοιάζει σχεδόν ματαιοπονία η προσπάθεια συστηματικοποίησής της, «παγίδευσής» της σε κανόνες και «κουτάκια», αυτές ακριβώς είναι η δύναμη και η γοητεία της. Πραγματικά, η όποια απόπειρα οριοθέτησης και συστηματοποίησης τής γλώσσας βρίσκει πάντοτε ως αντίπαλο την ποικιλομορφία και εξελιξιμότητά της. Πλήθος κανόνων, εξαιρέσεων, αλληλοσυγκρουόμενων προσεγγίσεων των συντακτικών της δομών πιστοποιούν μία τέτοια παρατήρηση.
Καθώς μελετούμε λοιπόν τις μορφές και τις δομές της, διαπιστώνουμε απόκλιση της σημερινής, νέας ελληνικής γλώσσας από την αρχαία, η οποία πραγματικά παρουσιάζεται πιο πλούσια, ικανή να αποδώσει οποιαδήποτε «απόχρωση» ψυχής, σκέψης, διανόησης, όσο λεπτή κι αν είναι. Έτσι, η προσπάθεια να μελετηθεί και να συστηματοποιηθεί οδήγησε σε μία θεωρία «συντακτικού» ογκώδη, εφόσον οι εκφάνσεις της υπήρξαν πλήθος.
Με την πάροδο των χρόνων για την ένταξη των ανθρώπων στη συνεχώς μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα και την αφομοίωση από αυτούς των νέων δεδομένων της, επιβλήθηκε ένας απλοποιητικός μηχανισμός, που προωθεί τη συντόμευση και τη λιτότητα ιδιαίτερα στη σύγχρονη κοινωνία, μηχανισμός που ασφαλώς άγγιξε και τη γλώσσα των σύγχρονων ανθρώπων. Έτσι, ακολουθώντας την εποχή της, η γλώσσα του σημερινού Έλληνα είναι πιο «φτωχή», πιο απλοποιημένη σε σύγκριση με την αρχαία. Παρ’ όλα αυτά ενότητα της γλώσσας υπάρχει και είναι αδιάσπαστη.
Στόχος του εγχειρήματός μας είναι να καταδειχθεί αυτή η αδιάσπαστη ενότητα μέσα ακόμη και από τις αλλαγές που συντελέστηκαν στις δομές της. Προσπαθούμε να παρουσιάσουμε παράλληλα θεωρητικές επισημάνσεις για τα συντακτικά φαινόμενα της Αρχαίας και Νέας Ελληνικής και να δώσουμε τύπους ασκήσεων που συντελούν στη διείσδυση και στη μία και στην άλλη μορφή της.
Οι μαθητές, μέσα από τους συσχετισμούς των συντακτικών φαινομένων και την προσπάθεια απάντησης-λύσης των ασκήσεων, θα κατανοήσουν τους γλωσσικούς μηχανισμούς, θα εμβαθύνουν σ’ αυτούς και θα μπορούν να τους αναγνωρίζουν, αλλά και να τους χρησιμοποιούν στις διάφορες επικοινωνιακές περιστάσεις.
Από την άλλη, οι καθηγητές έχουν την ευχέρεια να επιλέξουν ασκήσεις οποιασδήποτε βαθμίδας δυσκολίας είτε διδάσκουν αρχαία είτε νέα ελληνικά, ώστε να βοηθήσουν τους μαθητές να εμπεδώσουν τη διδαχθείσα ύλη του συντακτικού. Θα επωφεληθούν ιδιαίτερα οι καθηγητές που διδάσκουν αρχαία ελληνικά, εφόσον μπορούν να στηρίξουν με παραδείγματα της νέας ελληνικής (που είναι πιο προσιτή στα παιδιά) τη διδασκαλία ενός συντακτικού φαινομένου. Αλλά και οι καθηγητές που διδάσκουν νέα ελληνικά, θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από ένα πλήθος ασκήσεων που θα ανταποκρίνονται στους εκάστοτε διδακτικούς στόχους.
Βέβαια, η προσπάθεια παράθεσης θεωρητικών επισημάνσεων σχετικών με τα συντακτικά φαινόμενα της Ελληνικής γλώσσας καθώς και η παράθεση παράλληλων τύπων ασκήσεων δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από απόλυτη αντιστοιχία, αφού στη νέα ελληνική γλώσσα εξαλείφθηκαν ή περιορίστηκαν ορισμένα φαινόμενα.

Ζήτη
Αναστασία Γιαγκοπούλου
Συγγραφέας: Κωνσταντινιά Παπαχατζοπούλου