Κατά καιρούς εμφανίζονται κρούσματα λεϊσμανίασης στη χώρα μας τα οποία συχνά λαμβάνουν ευρεία δημοσιότητα, ενίοτε σε κλίμα πανικού και κινδυνολογίας. Σε αυτό συμβάλλουν και τα μέτρα δημόσιας υγείας που ανακοινώνονται (ή όχι) αλλά προπαντός η άγνοια για το συγκεκριμένο νόσημα. Την τελευταία θα προσπαθήσουμε να ξεδιαλύνουμε σε αυτό το άρθρο.

Που απαντάται
Η λεϊσμανίαση είναι ένα παρασιτικό νόσημα το οποίο απαντάται κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές χώρες. Υπολογίζεται ότι αυτή την στιγμή 12 εκατομμύρια άνθρωποι σε 88 χώρες πάσχουν από λεϊσμανίαση ενώ περίπου 2 εκατομμύρια προσβάλλονται κάθε χρόνο. Οι μόνοι ήπειροι όπου δεν απαντάται είναι η Ανταρκτική και η Ωκεανία. Τα περισσότερα περιστατικά αναφέρονται στην Νότια Αμερική (Βραζιλία, Βολιβία, Περού), Ασία (Μπαγκλαντές, Ινδία, Αφγανιστάν, Ιράν, Σαουδική Αραβία, Συρία) και Αφρική (Ανατολική και Νότια).

Αν και η νόσος είναι σχετικά σπάνια στον ανεπτυγμένο κόσμο, δυστυχώς στη χώρα μας σημειώνονται αρκετά κρούσματα κάθε χρόνο στην Αττική, την Κρήτη και αλλού. Ευνοϊκοί παράγοντες στη διάδοσή της θεωρούνται η μαζική μετανάστευση αγροτικών πληθυσμών στις πόλεις, η κατασκευή φραγμάτων και συστημάτων άρδευσης καθώς και η είσοδος μεταναστών προερχόμενοι από χώρες όπου η νόσος ενδημεί.

Μετάδοση
Η λεϊσμανίαση οφείλεται σε πρωτόζωα του γένους Leismania. Μεταδίδεται στους ανθρώπους με το δήγμα μολυσμένων σκνιπών που ονομάζονται φλεβοτόμοι. Τα συγκεκριμένα μυγάκια, με μέγεθος περίπου το 1/3 των κουνουπιών, μολύνονται αναρροφώντας αίμα από θηλαστικά που φέρουν τους μικροοργανισμούς. Τέτοιες φυσικές δεξαμενές λεϊσμανιών είναι τα τρωκτικά, οι σκύλοι και βεβαίως οι άνθρωποι.

Όταν λοιπόν ένας φλεβοτόμος «τσιμπήσει» έναν άνθρωπο, οι λεϊσμάνιες περνούν από την προβοσκίδα του εντόμου στο δέρμα. Εκεί προσκολλώνται στην επιφάνεια ορισμένων κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος που ονομάζονται μακροφάγα, τα οποία κυριολεκτικά «καταπίνουν» τους μικροοργανισμούς.

Η συνέχεια της νόσου, δηλαδή ποια μορφή θα αναπτυχθεί, εξαρτάται από δύο παράγοντες: κατά πρώτο λόγο από το είδος της λεϊσμάνιας και δευτερευόντως από την κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος του πάσχοντα (πχ αν έχει AIDS).

Σπανιότερα μεταδίδεται και με την άμεση επαφή με τα δερματικά έλκη που τη χαρακτηρίζουν καθότι οι μικροοργανισμοί αφθονούν στα εξελκωμένα χείλη της βλάβης.

Μορφές Λεϊσμανίασης
Δερματική λεϊσμανίαση – Σε αυτή την περίπτωση η βλάβη περιορίζεται στο δέρμα και αποτελεί τη συχνότερα απαντώμενη μορφή (50-70%). Εμφανίζεται με τη μορφή δερματικών ελκών στα ακάλυπτα μέρη του σώματος δύο με οκτώ εβδομάδες μετά το τσίμπημα του φλεβοτόμου. Το έλκος είναι ανώδυνο με υπερυψωμένα χείλη (σαν κρατήρας) και καταλείπει ουλή όταν επουλωθεί. Μπορεί να είναι μονό (L. Tropica) ή πολλαπλά (L. Major) – έχουν περιγραφεί και 200 σε έναν ασθενή. Ενίοτε μπορεί να έχει άτυπη μορφή και να προσομοιάζει άλλες δερματικές αλλοιώσεις όπως μυρμηκιές, πρωτοπαθές συφιλιδικό έλκος, επιθηλίωμα κ.ά.

Βλεννογονική λεϊσμανίαση – Οφείλεται στη L. Brazillensis και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Βραζιλία αλλά μάλλον σπάνια αλλού. Αποτελεί όψιμη επιπλοκή της δερματικής λεϊσμανίασης οφειλόμενη στο προαναφερθέν μικροοργανισμό που εμφανίζεται χρόνια μετά την ίαση της δερματικής μορφής.

Αρχικά προσβάλλεται ο ρινικός βλεννογόνος και εμφανίζεται ρινική συμφόρηση, καταρροή και ρινορραγία. Αργότερα όμως, αυτές οι ρινικές βλάβες τείνουν να καταστρέψουν το ρινικό διάφραγμα και να επεκταθούν στον φάρυγγα, το λάρυγγα και τον βλεννογόνο της παρειάς. Είναι δυνατόν να εμφανιστούν βαριές δυσμορφίες του προσώπου ενώ μεταξύ των δυνητικών επιπλοκών περιλαμβάνεται και η μηνιγγίτιδα.

Σπλαχνική λεϊσμανίαση – Εδώ τα μακροφάγα και οι μικροοργανισμοί που έχουν φαγοκυτταρώσει («καταπιεί») ακολουθούν την κυκλοφορία και αποικίζουν το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα, που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων το μυελό των οστών, το ήπαρ και το σπλήνα. Η εισβολή της νόσου μπορεί να είναι βαθμιαία ή οξεία με πυρετό, διόγκωση της κοιλίας εξαιτίας της αντίστοιχης μεγάλης διόγκωσης του ήπατος και του σπλήνα, κακουχία, αίσθημα αδυναμίας, ανορεξία, απώλεια βάρους και βήχας. Το δέρμα γίνεται ξηρό και αποκτά ένα γκρίζο χρώμα, εξαιτίας του οποίου οι Ινδοί ονόμασαν τη νόσο «καλά-αζάρ», δηλαδή «μαύρος πυρετός».

Όλα αυτά συμβαίνουν τρεις με εννέα μήνες μετά τη μόλυνση ενώ στις επιπλοκές περιλαμβάνονται δευτεροπαθείς λοιμώξεις (πνευμονία, δυσεντερία, φυματίωση κ.ά.) και αιμορραγικές εκδηλώσεις εξαιτίας της καταστροφής πολλών κυττάρων του αίματος από τον έντονα διογκωμένο σπλήνα.

Διάγνωση και θεραπεία
Δυστυχώς η διάγνωση δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη εξαιτίας της σχετικής σπανιότητας της νόσου. Απαιτείται μεγάλη κλινική υποψία εκ μέρους του ιατρού ώστε να μην αποδώσει τα συμπτώματα και τα ευρήματα της εξέτασής του σε άλλα νοσήματα. Συνήθως σημαντικό στοιχείο που μπορεί να κατευθύνει τον ιατρό είναι η αναφορά σε προηγούμενο ταξίδι σε χώρα όπου η λεϊσμανίαση είναι ενδημική.

Εφόσον τεθεί η υποψία, η διάγνωση επιβεβαιώνεται εύκολα ελέγχοντας ένα μικρό τεμάχιο βιοψίας στο μικροσκόπιο για μικροοργανισμούς ενώ πραγματοποιούνται και ειδικές εξετάσεις αίματος.
Η θεραπεία απαιτεί υπομονή καθώς απαιτούνται μεγάλες δόσεις του φαρμάκου στιβογλυκονικό νάτριο ενδοφλεβίως και συχνά σε επαναλαμβανόμενους κύκλους, αλλά τουλάχιστον δεν συνοδεύεται από σημαντικές παρενέργειες.

Πρόληψη
Δεν υπάρχει κάποιο αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της λεϊσμανίασης, ούτε συστήνεται η προληπτική λήψη κάποιου φαρμάκου. Όσοι πρόκειται να ταξιδέψουν σε περιοχές του κόσμου όπου ενδημεί, πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα τους κατά των σκνιπών. Αυτά συνίστανται στο να μην αφήνουν ακάλυπτα μέρη του σώματός τους, η χρήση εντομοαπωθητικών και προστατευτικών διχτύων με αρκετά λεπτή ύφανση (σήτες και κουνουπιέρες) και οπωσδήποτε η άμεση αναζήτηση ιατρικής βοήθειας επί υποψίας νόσου.

Ως προς την ελληνική πραγματικότητα, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δώσουν οι ιδιοκτήτες των σκύλων. Ο χώρος διαμονής των σκύλων πρέπει να διατηρείται καθαρός, απαλλαγμένος από ακαθαρσίες και σκουπίδια ώστε να μην ευνοείται η παρουσία και ο πολλαπλασιασμός σκνιπών. Οι σκύλοι πρέπει να φέρουν αντιπαρασιτικά κολάρα τουλάχιστον από το Μάρτιο έως τον Οκτώβριο και να ψεκάζονται τακτικά. Τέλος, επί υποψίας οποιουδήποτε προβλήματος υγείας θα πρέπει να ζητούν τη συμβουλή κτηνιάτρου, ο οποίος είναι ο μόνος αρμόδιος να διαγνώσει και να θεραπεύσει το ζώο.

Βεβαίως, υπάρχουν και τα αναρίθμητα αδέσποτα σκυλιά που αποτελούν μια τεράστια δυνητική δεξαμενή λεϊσμανίασης, αλλά αυτό αποτελεί ευθύνη της πολιτείας και εντάσσεται στα μέτρα δημόσιας υγείας που πρέπει να παρθούν και να εφαρμοστούν προς το συμφέρον όλων..

health.in.gr